Category: Μαθησιακές Δυσκολίες

Συμβουλευτική Γονέων

Το να γίνει κανείς γονέας θεωρείται μια κατάσταση που σε μεγάλο βαθμό υποκινείται από βιολογικές διαδικασίες και ένστικτα και δεν χρειάζεται εξειδικευμένες γνώσεις. Άλλωστε αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά δεν θα είχε επιβιώσει το ανθρώπινο είδος ανά τους αιώνες.  Η παραπάνω παραδοχή όμως τείνει να μην καλύπτει τις ανάγκες της σύγχρονης εποχής όπου οι κοινωνίες μας έχουν γίνει πιο περίπλοκες, ο κόσμος είναι πιο ενημερωμένος και συνεπώς οι ψυχοσυναισθηματικές ανάγκες του ανθρώπινου είδους έχουν αλλάξει.

Σε παλαιότερες κοινωνίες το πρώτο μέλημα ήταν η επιβίωση και η ασφάλεια. Στις μέρες μας ο γονιός αξιώνει να προσφέρει στο παιδί του πολλά παραπάνω από την επιβίωση και την ασφάλεια. Έννοιες όπως  συναισθηματική πληρότητα,  αυτοπεποίθηση, δημιουργικότητα και ποιότητα ζωής έχουν κυριαρχήσει και αποτελούν  στόχους που θέτουν οι γονείς για την συναισθηματική υγεία των παιδιών τους. Όταν τα πράγματα βαίνουν ομαλώς και υπάρχουν και οι κατάλληλες συνθήκες οι γονείς δεν δυσκολεύονται να φτάσουν τους παραπάνω στόχους. Μπορεί να απευθυνθούν σε ειδικούς προκειμένου να βελτιώσουν τις πρακτικές τους  ως γονείς αλλά αυτό δεν χρήζεται αναγκαίο.

Γενικότερα, η συμβουλευτική παρέχει στον ενδιαφερόμενο υποστήριξη, καθοδήγηση, ενθαρρύνει την αυτοβοήθεια, και στοχεύει στην ανάπτυξη δεξιοτήτων προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να επιλύσει ζητήματα που αφορούν σε σχέσεις, επικοινωνία ή στην προσαρμογή του σε δυσκολίες.

Εκεί που η συμβουλευτική γονέων κρίνεται απαραίτητη είναι όταν διαφαίνεται κάποιο πρόβλημα στο παιδί ή στο οικογενειακό περιβάλλον.  Για παράδειγμα, όταν ένα παιδί αντιμετωπίζει προβλήματα με την ψυχοκοινωνική του εξέλιξη, με την υγεία του ή με τη συμπεριφορά του, αρκετοί γονείς βρίσκουν τους εαυτούς τους αντιμέτωπους με συναισθήματα θυμού, θλίψης και απελπισίας, άγχους και αγωνίας καθώς και δυσκολίας να ανταπεξέλθουν στους πολλαπλούς τους ρόλους, λόγω του ότι έχουν καταβληθεί οι ίδιοι ψυχολογικά και σωματικά, στην προσπάθεια τους να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες του παιδιού τους.

Οι γονείς πολλές φορές πιστεύουν ότι αν δοθούν οι κατάλληλες θεραπείες στο παιδί τους όλα θα βελτιωθούν.  Στην πραγματικότητα αυτό δεν φαίνεται να επαρκεί και για διάφορους λόγους, που εξηγούνται παρακάτω, κρίνεται αναγκαία, παράλληλα με υποστήριξη που παρέχεται στο παιδί, να γίνεται και συμβουλευτική γονέων.

Για παράδειγμα, σε πολλές περιπτώσεις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά όπως φοβίες, νυχτερινή ενούρηση ή τραυλισμός ενεργοποιούνται και συντηρούνται από οικογενειακούς παράγοντες, δηλαδή από αντιδράσεις/συμπεριφορές των γονέων που μιμούνται τα παιδιά, πρακτικές διαπαιδαγώγησης που ακολουθούν οι γονείς, συγκρούσεις στην οικογένεια κλπ. Σε αυτές τις περιπτώσεις για να βοηθηθεί το παιδί που αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα θα πρέπει να δοθεί συμβουλευτική υποστήριξη και στους γονείς. Η παρέμβαση στοχεύει στο να βοηθηθούν οι γονείς, σε πρώτη φάση, να εντοπίσουν τους παράγοντες που επηρεάζουν την κατάσταση του παιδιού τους και στη συνέχεια να ακολουθήσουν διάφορους τρόπους για να επιφέρουν θετικές αλλαγές, που θα βελτιώσουν την οικογενειακή ατμόσφαιρα και εν τέλει το  πρόβλημα του παιδιού, για το οποίο αρχικά ζήτησαν βοήθεια.

Ένας άλλος λόγος για τον οποίο μπορεί οι γονείς να χρειαστούν συμβουλευτική και ψυχολογική υποστήριξη είναι το ότι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω μπορεί οι ίδιοι να έχουν καταβληθεί ψυχολογικά από το πρόβλημα του παιδιού τους και για αυτό να έχουν ανάγκη να μιλήσουν για τα συναισθήματα τους και τις δικές τους ψυχολογικές δυσκολίες.  Αν οι γονείς δεν δυναμώσουν  ψυχολογικά δεν θα είναι σε θέση να βοηθήσουν και να υποστηρίξουν το παιδί τους.

Σε άλλες περιπτώσεις οι γονείς μπορεί να βοηθηθούν από την συμβουλευτική για να υποστηρίξουν τα άλλα παιδιά που έχουν και να προλάβουν δυσάρεστες εξελίξεις λόγω του ότι σε άλλη περίπτωση θα είχαν ρίξει το βάρος της φροντίδας τους στο παιδί που «πάσχει».  Άλλες καταστάσεις στις οποίες η συμβουλευτική γονέων φαίνεται χρήσιμη είναι σε περιπτώσεις χωρισμού/διαζυγίου η απώλειας από θάνατο ενός μέλους της οικογένειας.

Dr. Εύα Κωνσταντινίδη, Κλινική Ψυχολόγος

Διάσπαση Προσοχής (ΔΕΠ-Υ)

Η διάσπαση προσοχής ή απροσεξία, δηλαδή η δυσκολία ενός παιδιού να παραμείνει συγκεντρωμένο σε μια δραστηριότητα με την οποία καλείται να ασχοληθεί, είναι μια κατάσταση την οποία συναντάμε συχνά σε παιδιά σχολικής ηλικίας. Πολλές φορές συνοδεύεται και από υπερκινητικότητα, καθώς και από δυσκολία ελέγχου των παρορμήσεων. Πολύ συχνά συνυπάρχει με κάποια μορφή δυσκολίας μάθησης. Μπορεί επίσης να συνοδεύεται και από, μικρότερου ή μεγαλύτερου βαθμού, δυσκολία στην επικοινωνία.

Ειδικότερα όσον αφορά στη συνύπαρξη της απροσεξίας με την υπερκινητικότητα-παρορμητικότητα, διακρίνουμε τρεις καταστάσεις, ανάλογα με το εάν κάποια από τις δύο δυσκολίες παρουσιάζεται εντονότερη. Έτσι, κάποια παιδιά εμφανίζουν κυρίως απροσεξία, άλλα κυρίως υπερκινητικότητα-παρορμητικότητα, και κάποια παρουσιάζουν εξίσου συμπτώματα και των δύο τύπων.

Τα παιδιά που εμφανίζουν διάσπαση προσοχής παρουσιάζουν κυρίως:

  • Δυσκολία στο να «απομονώνουν» τα ερεθίσματα που είναι σχετικά με τη δραστηριότητα με την οποία πρέπει να ασχοληθούν. Για την ακρίβεια, φαίνεται να παρατηρούν και να «προσέχουν» όλα τα πράγματα ταυτόχρονα. Για παράδειγμα, «προσέχουν» εξίσου το κείμενο που καλούνται να διαβάσουν και τα μολύβια που βρίσκονται στη μολυβοθήκη δίπλα τους. Στην τάξη ακούν και παρατηρούν με την ίδια ένταση τη δασκάλα που τους μιλά και το χτένισμα του κοριτσιού που κάθεται μπροστά τους.
  • Δυσκολία στη μετάβαση από τη μια κατάσταση/δραστηριότητα στην άλλη. Δυσκολεύονται αρκετά στο να επανασυντονίσουν την προσοχή τους σε μια δραστηριότητα που ακολουθεί αυτή που έχουν μόλις ολοκληρώσει.
  • Δυσκολία στο να παραμείνουν συγκεντρωμένα για αρκετό, για την ηλικία τους, χρονικό διάστημα (δηλαδή έχουν μικρή διάρκεια προσοχής, ενώ κουράζονται γρήγορα όταν ασχολούνται με δραστηριότητες που απαιτούν πνευματική ένταση). Πριν την εφαρμογή κατάλληλου προγράμματος παρέμβασης, ένα παιδί με διάσπαση προσοχής – ειδικά αν φοιτά στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού – μπορεί να έχει διάρκεια συγκέντρωσης που δεν ξεπερνά τα 5 λεπτά.
  • Δυσκολία στο να θυμούνται τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντά τους. Έτσι, συχνά λείπουν από τη σχολική τους τσάντα βιβλία, τετράδια ή άλλα είδη απαραίτητα για την επόμενη μέρα. Επίσης, πολλές φορές παραλείπουν να ενημερώσουν τους γονείς τους για κάτι σημαντικό που πρόκειται να γίνει στο σχολείο (π.χ. μια εκδρομή, συνάντηση με τη δασκάλα κ.λπ.), ακόμη και όταν τους έχει δοθεί ενημερωτικό έγγραφο για το θέμα αυτό. Πολύ συχνά παραλείπουν να κάνουν τις σχολικές εργασίες τους ή να μελετήσουν για την επόμενη μέρα.
  • Δυσκολία στην οργάνωση του χρόνου και του χώρου τους. Συχνά ο χώρος στον οποίο εργάζονται περιγράφεται ως «χαοτικός». Η σχέση τους με τον χρόνο είναι εξίσου χαώδης, καθώς βιώνουν τις χρονικές έννοιες και τη χρονική διάρκεια με ιδιαίτερο τρόπο (δεν έχουν «αίσθηση του χρόνου»). Τις περισσότερες φορές παραπονιούνται ότι «δεν έχουν χρόνο», ενώ μπορεί στην πραγματικότητα να έχουν πολλές ώρες – ακόμα και μέρες – διαθέσιμες. Όταν δε καλούνται να ολοκληρώσουν μια δραστηριότητα, δυσκολεύονται να τη φέρουν σε πέρας εντός του χρονικού πλαισίου που θα της αντιστοιχούσε κανονικά. Αυτό γίνεται ακόμα πιο έντονο όταν έχουν αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους.
  • Έντονες διακυμάνσεις στην ικανότητα για συγκέντρωση, αλλά και στις μαθησιακές τους επιδόσεις. Πολλές φορές δίνουν την εντύπωση ότι «χάνονται μέσα σε ένα δικό τους κόσμο» και ότι δεν ακούν πλέον τίποτα από αυτά που τους λέμε.

Όταν η διάσπαση προσοχής συνοδεύεται από υπερκινητικότητα/παρορμητικότητα, τα παιδιά συχνά:

  • Δυσκολεύονται να παραμείνουν καθισμένα όταν οι συνθήκες το απαιτούν (σηκώνονται συχνά από το κάθισμά τους, αναζητούν αφορμές για ν α σηκωθούν από τη θέση τους και να κινηθούν μέσα στον χώρο κ.λ.π.)
  • Εμφανίζουν κινητική ανησυχία (για παράδειγμα, στριφογυρίζουν στην καρέκλα τους, «παίζουν» με τα μολύβια τους, μουντζουρώνουν, εκσφενδονίζουν αντικείμενα αναζητώντας κινητική εκτόνωση κ.ά.)
  • Αναζητούν συχνά κινητική εκτόνωση (π.χ. κάνοντας «ακροβατικά» την ώρα που περπατούν)
  • Μιλούν πολύ, αλλά δυσκολεύονται στην οργάνωση του προφορικού τους λόγου. Συχνά κάνουν αρκετές μικρές παύσεις (ε….) όταν καλούνται, για παράδειγμα, να αφηγηθούν κάτι. Πολλές φορές δυσκολεύονται να «βρουν» την κατάλληλη λέξη για να εκφράσουν αυτό που σκέφτονται. Συχνά, κατά την αφήγηση γεγονότων ή την περιγραφή, παραλείπουν απαραίτητες πληροφορίες. Τα γεγονότα μπορεί να παρουσιάζονται με εσφαλμένη χρονική αλληλουχία και χωρίς λεπτομέρεια. Οι προτάσεις είναι συνήθως απλές και σύντομες, ενώ ταυτόχρονα παρατηρούνται προβλήματα ροής και συνοχής.

Σημειώνουμε ότι οι δυσκολίες που μόλις περιγράψαμε πρέπει να εμφανίζονται τουλάχιστον σε δύο περιβάλλοντα στα οποία κινείται το παιδί (συνήθως στο σπίτι και στο σχολείο), προκειμένου να μπορεί κανείς να υποψιαστεί ότι αυτές οφείλονται σε μια κατάσταση εγγενή, και δεν είναι αποτέλεσμα άλλων, περιβαλλοντικών παραγόντων.

Άλλα προβλήματα που παρατηρούνται συχνά σε παιδιά με διάσπαση προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα είναι:

  • Δυσκολίες στη μάθηση. Για παράδειγμα, συχνά δυσκολεύονται στην απομνημόνευση, καθώς και στην ανάκληση των πληροφοριών που έχουν ήδη «αποθηκεύσει» στο μυαλό τους
  • Δυσκολία στον συντονισμό των κινήσεων
  • Ιδιόρρυθμος κύκλος ύπνου-εγρήγορσης. Συχνά δυσκολεύονται να ξυπνήσουν το πρωί, μπορεί να έχουν υπνηλία στη διάρκεια της ημέρας ή και να κοιμούνται διακεκομμένα το βράδυ.
  • Ιδιόρρυθμες συνήθειες φαγητού (τάση να τρώνε λιγάκι και συχνά κατά τη διάρκεια της ημέρας – δηλαδή να «τσιμπολογάν»)
  • Φοβίες
  • Άγχος, χαμηλή αυτοεκτίμηση, ανασφάλεια για τις επιδόσεις τους
  • Δυσκολία στις σχέσεις τους με τους συνομηλίκους
  • Δυσκολία στα ομαδικά παιχνίδια
  • Δυσκολία στο να ακολουθούν τους κανόνες συμπεριφοράς
  • Τάση να ματαιώνονται εύκολα.

Η διάσπαση προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα αποτελεί κατά κανόνα μια κατάσταση εγγενή, νευρολογικής αιτιολογίας. Αν και δεν είναι δυνατό να θεραπευθεί, υπάρχουν παρεμβάσεις οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντική βελτίωσή της. Επιπλέον, η ένταση των συμπτωμάτων της τείνει να μειώνεται με την πάροδο του χρόνου, χωρίς ωστόσο οι εκδηλώσεις της να εξαλείφονται. Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό να απευθύνεται κανείς όσο το δυνατόν νωρίτερα σε κάποιον ειδικό, ώστε να προλαμβάνονται τυχόν δευτερογενείς καταστάσεις, όπως είναι τα συμπτώματα υπερβολικού άγχους, η  κατάθλιψη ή η επιθετικότητα.

Συνήθως, ένα πρόγραμμα παρέμβασης για διάσπαση προσοχής περιλαμβάνει συνεδρίες ψυχοθεραπείας/συμβουλευτικής προς τους γονείς ή/και το παιδί, ειδικής διαπαιδαγώγησης και εργοθεραπείας, όταν παρατηρούνται δυσκολίες στον κινητικό συντονισμό. Σε μερικές περιπτώσεις προτείνεται και φαρμακευτική αγωγή από παιδοψυχίατρο. Η αγωγή αυτή  δε θεραπεύει το πρόβλημα, αλλά προσφέρει ανακούφιση από τα συμπτώματά του, όταν αυτά είναι τόσο έντονα, που κάνουν πολύ δύσκολη την καθημερινότητα του παιδιού.

Ακολουθούν μερικές χρήσιμες συστάσεις, που όμως δεν μπορούν σε καμμία περίπτωση να υποκαταστήσουν την ειδική εξατομικευμένη παρέμβαση. Έτσι…

  • Είναι σημαντικό να φροντίζουμε ώστε ο χώρος στον οποίο εργάζεται το παιδί να έχει όσο το δυνατό λιγότερα ερεθίσματα που θα μπορούσαν να αποσπάσουν την προσοχή του. Μολυβοθήκες, κασετίνες, διακοσμητικά, παιχνίδια καλό είναι να βρίσκονται έξω από το οπτικό του πεδίο την ώρα της μελέτης. Είναι επίσης καλό το κάθισμα του παιδιού να είναι στραμμένο προς τον τοίχο, ο οποίος με τη σειρά του θα πρέπει να είναι όσο πιο «γυμνός» γίνεται. Στο γραφείο θα πρέπει να υπάρχουν μόνο τα απαραίτητα (ένα μολύβι/στυλό και μια γόμα). Ομοίως, στη σχολική τάξη, συστήνεται ο μαθητής με δυσκολία συγκέντρωσης να κάθεται σε μπροστινό θρανίο, όσο πιο κοντά στην έδρα γίνεται.
  • Χρησιμοποιούμε οπτικοποιημένα προγράμματα για τις καθημερινές δραστηριότητες του παιδιού, προκειμένου να το βοηθήσουμε να οργανώνει καλύτερα τον χρόνο του. Αυτοκόλλητες ετικέτες και κουτιά ταξινόμησης μπορούν εξάλλου να βοηθήσουν τον μαθητή στην οργάνωση του χώρου του.
  • Δίνουμε στο παιδί τη δυνατότητα να κάνει συχνά μικρά διαλείμματα κατά τη διάρκεια της μελέτης. Κατά κανόνα, τα διαλείμματα αυτά καλό είναι να μην υπερβαίνουν τα 10 λεπτά της ώρας. Μπορεί να περιλαμβάνουν οτιδήποτε ευχαριστεί το παιδί – συμπεριλαμβανομένης και της έντονης κινητικής δραστηριότητας – εκτός από ενασχόληση με ηλεκτρονικά μέσα, όπως η τηλεόραση, ο υπολογιστής, οι παιχνιδομηχανές κ.τ.ό.. Τα τελευταία απορροφούν υπερβολικά το ενδιαφέρον και την προσοχή του, με αποτέλεσμα το παιδί να δυσκολεύεται να επανέλθει στη μελέτη.
  • Αν το παιδί έχει ανάγκη από κινητική εκτόνωση, φροντίζουμε να τού αναθέτουμε συχνά καθήκοντα που θα του επιτρέψουν να εκτονωθεί κινητικά («Γιαννάκη, φέρε ένα ποτήρι νερό στη θεία σου!», «Θα με βοηθήσεις με το σφουγγάρισμα;»). Ακόμη και εν ώρα μελέτης ή μαθήματος, παρόμοιες «αποστολές» τον βοηθούν σε μεγάλο βαθμό να εκτονωθεί και να χαλαρώσει, ενώ παράλληλα τονώνουν την αυτοπεποίθησή του.
  • Γραπτές συμφωνίες ανάμεσα σε εμάς και το παιδί μπορεί να το βοηθήσουν περισσότερο στον έλεγχο της συμπεριφοράς του, σε σχέση με τα προφορικά «συμβόλαια». Ωστόσο, φροντίζουμε να υπενθυμίζουμε συχνά στο παιδί τη συμφωνία που έχουμε κάνει. Είναι απαραίτητο να ενισχύουμε το παιδί κάθε φορά που συμπεριφέρεται με τον επιθυμητό τρόπο. Η ενίσχυση θα πρέπει ωστόσο να μην περιορίζεται στην υλική «αμοιβή» που θα έχουμε συμφωνήσει από πριν μαζί του (π.χ. ένα πακέτο αυτοκόλλητα), αλλά να περιλαμβάνει και ηθική ενίσχυση, η οποία θα τονίζει τον πραγματικό σκοπό της επιθυμητής συμπεριφοράς (π.χ. «Μπράβο, Γιάννη! Διάβασες τα μαθήματά σου και αύριο θα καταλάβεις πολύ καλύτερα το επόμενο κεφάλαιο στη Γλώσσα!»
  • Είναι εξαιρετικά σημαντικό να τονίζουμε τα όσα καταφέρνει το παιδί, παραβλέποντας σφάλματα και αδυναμίες. Για παράδειγμα, επαινούμε τον μαθητή που γράφει για πρώτη φορά τις ασκήσεις του, παραβλέποντας τυχόν λάθη που έχει κάνει. Επιβραβεύοντας κάθε του προσπάθεια, όσο μικρή και αν είναι αυτή, τού προσφέρουμε βιώματα επιτυχίας, που με τη σειρά τους τον ενθαρρύνουν να προσπαθήσει ακόμα περισσότερο. Αντίθετα, η κριτική και η επισήμανση των σφαλμάτων και αδυναμιών του, τον αποθαρρύνουν σε μεγάλο βαθμό, καθώς – όπως ήδη είπαμε – έχει την τάση να ματαιώνεται εύκολα και να εγκαταλείπει.

Βαλίνα Ζάχου, Ειδική Παιδαγωγός, MSc

Αυτισμός

Ο Αυτισμός είναι μια σοβαρή αναπτυξιακή διαταραχή, που χαρακτηρίζεται από μειωμένη κοινωνική αλληλεπίδραση και επικοινωνία, καθώς και από περιορισμένη, επαναλαμβανόμενη και στερεότυπη συμπεριφορά.

Η αιτία του αυτισμού εξακολουθεί να παραμένει άγνωστη, παρά τις επίμονες μελέτες. Πιθανολογείται ότι ο αυτισμός είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού διαφόρων αιτιών. Κάποιες έρευνες υποδεικνύουν νευρολογικό πρόβλημα, που επηρεάζει εκείνα τα τμήματα του εγκεφάλου, τα οποία επεξεργάζονται τη γλώσσα και τις πληροφορίες, που δίνουν οι αισθήσεις.

Προσβάλλει 1 στις 2.500 γεννήσεις. Σύμφωνα με πρόσφατες ευρωπαϊκές έρευνες τα ποσοστά των ατόμων που εμφανίζουν αναπτυξιακές διαταραχές του φάσματος του αυτισμού ανέρχονται σε 58 ανά 10.000 άτομα. Τα τελευταία δύο χρόνια, έχουν δημοσιευτεί μελέτες στην Αμερική που αναφέρουν ότι 1 ανά 88 παιδιά στο γενικό πληθυσμό έχουν διαγνωστεί με αυτισμό!

Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι υπάρχουν τουλάχιστον 5.000 παιδιά και ενήλικα άτομα με αυτισμό και 30.000 άτομα με αυτιστικού τύπου διαταραχές ανάπτυξης. Τα νούμερα αυτά ίσως είναι μικρά καθώς διευρύνεται η διαδικασία της διάγνωσης.

Ο αυτισμός παρουσιάζεται σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις φυλές, τις εθνικότητες και τις κοινωνικές τάξεις. Τέσσερα στα πέντε άτομα με αυτισμό είναι αγόρια.

Εκτός από τα σοβαρά προβλήματα στη γλώσσα και τις κοινωνικές σχέσεις, τα άτομα με αυτισμό βιώνουν συχνά μια τρομερή υπερκινητικότητα ή ασυνήθιστη παθητικότητα στις καθημερινές τους δραστηριότητες, καθώς επίσης και στις σχέσεις τους με τους γονείς τους, τα μέλη της οικογένειας και τα άλλα άτομα.

Τα άτομα με αυτισμό απολαμβάνουν συχνά τις ίδιες ψυχαγωγικές δραστηριότητες με τα άτομα που δεν πάσχουν από κάποια αναπηρία. Συχνά, τους αρέσει η μουσική, το κολύμπι, η πεζοπορία, το τραγούδι, η ιππασία και άλλες δραστηριότητες.

Συχνά τα άτομα με αυτισμό μπορεί να έχουν ένα συγκεκριμένο ενδιαφέρον σε κάποια δραστηριότητα στην οποία γίνονται “expert“. Θέματα για συγκεκριμένα ενδιαφέροντα μπορεί να είναι τα αθλητικά νέα, οι διαδρομές των λεωφορείων, η γεωγραφία, οι μάρκες αυτοκίνητων,

Για άλλα άτομα, τα συγκεκριμένα ενδιαφέροντα μπορεί να είναι πράγματα που ερεθίζουν τις αισθήσεις τους, όπως για παράδειγμα το να βλέπουν το νερό να τρέχει, να ξεφυλλίζουν τις σελίδες ενός βιβλίου, να τρίβουν τα χέρια τους σε συγκεκριμένα υφάσματα.

Στον αυτισμό, τα προβλήματα συμπεριφοράς κυμαίνονται από πολύ σοβαρά έως πολύ ελαφριάς μορφής. Τα σοβαρά προβλήματα συμπεριφοράς εκδηλώνονται με τη μορφή ασυνήθιστης, επιθετικής και, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμα και αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς.

Αυτοί οι τρόποι συμπεριφοράς μπορεί να είναι επίμονοι και πολύ δύσκολο να αλλάξουν. Συχνά, όμως, ακόμα και άτομα που πάσχουν από ελαφριά μορφή αυτισμού έχουν σημαντικές δυσκολίες στην καθημερινή τους ζωή, λόγω των ελλείψεων τους στους τομείς της επικοινωνίας και των κοινωνικών σχέσεων.

Ο αυτισμός μπορεί να υπάρχει μόνος του ή σε συνδυασμό με άλλες αναπτυξιακές διαταραχές, όπως νοητική καθυστέρηση επιληψία, κώφωση, τύφλωση. Τα περισσότερα παιδιά με νοητική υστέρηση αναπτύσσουν ικανότητες με έναν ομοιογενή ρυθμό μάθησης, παρόλο που είναι πιο αργός από εκείνον των παιδιών της ίδιας ηλικίας.

Τα άτομα με αυτισμό παρουσιάζουν αποκλειστικά ανομοιογενή εξέλιξη ικανοτήτων. Τείνουν να έχουν ελλείψεις σε συγκεκριμένους τομείς, με πιο κοινή την δυσκολία τους να επικοινωνήσουν και να συνδεθούν με τους άλλους, ενώ συχνά αναπτύσσουν πολύ μεγαλύτερες ικανότητες σε κάποιους άλλους τομείς, ιδίως σε ότι αφορά τη μνήμη. Είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε τον αυτισμό από την νοητική καθυστέρηση ή από άλλες διαταραχές. Η λανθασμένη διάγνωση θα οδηγήσει σε λανθασμένη θεραπεία και εκπαίδευση.

Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες διαταραχές της παιδικής ηλικίας, είναι σημαντικό να γίνει νωρίς η διάγνωση της διαταραχής, ο καθορισμός των σημείων όπου εντοπίζονται οι μεγαλύτερες δυσκολίες στο άτομο και έτσι να ξεκινήσει νωρίς  η αντιμετώπισή τους (πρώιμη παρέμβαση).

Μελέτες δείχνουν ότι όλα τα άτομα με αυτισμό μπορούν να βελτιωθούν σημαντικά με την κατάλληλη θεραπευτική και εκπαιδευτική αντιμετώπιση. Πολλά άτομα με αυτισμό δείχνουν τελικά μεγαλύτερη ανταπόκριση στους άλλους καθώς μαθαίνουν να κατανοούν τον κόσμο γύρω τους.

Άρτεμις Σπυροπούλου, Λογοθεραπεύτρια

Αυτισμός και Λογοθεραπεία

Δεν υπάρχει ένας και μοναδικός τρόπος θεραπείας για όλα τα παιδιά με αυτισμό, αλλά τα περισσότερα άτομα ανταποκρίνονται καλύτερα σε δομημένα συμπεριφορικά προγράμματα.

Το πρόγραμμα παρέμβασης για άτομα που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού, εκτός των άλλων ειδικοτήτων όπως ψυχολόγο, νευρολόγο, εργοθεραπευτή κ.α. απαιτεί και την ενεργή συμμετοχή λογοθεραπευτή. Τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί η σημαντικότητα της λογοθεραπευτικής παρέμβασης στον αυτισμό.

Τα προβλήματα επικοινωνίας στα αυτιστικά παιδιά ποικίλουν σε κάποιο βαθμό και εξαρτώνται από την νοητική και κοινωνική ανάπτυξη του ατόμου. Ορισμένα μπορεί να μην μιλάνε καθόλου ενώ άλλα έχουν καλά ανεπτυγμένο λεξιλόγιο και μπορούν να μιλήσουν με διάρκεια για θέματα που τα ενδιαφέρουν.

Κάθε απόπειρα θεραπείας πρέπει να ξεκινήσει με αξιολόγηση των ατομικών ικανοτήτων ομιλίας του παιδιού από εκπαιδευμένους ειδικούς λόγου και ομιλίας. Αν και ορισμένα αυτιστικά παιδιά έχουν ελάχιστο ή καθόλου πρόβλημα στην προφορά λέξεων τα πιο πολλά αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αποτελεσματική χρήση της γλώσσας.

Ακόμα και τα παιδιά που δεν έχουν πρόβλημα άρθρωσης παρουσιάζουν δυσκολίες στην πρακτική χρήση της γλώσσας όπως το να ξέρει τι να πει, πώς να το πει, και πότε να το πει καθώς και το πώς να αλληλεπιδράσει κοινωνικά με άλλους ανθρώπους. Πολλά που μιλούν συχνά λένε πράγματα που δεν έχουν περιεχόμενο ή πληροφορίες. Άλλα επαναλαμβάνουν αυτολεξεί ότι έχουν ακούσει (ηχολαλία) ή επαναλαμβάνουν άσχετα κείμενα που έχουν απομνημονεύσει. Ορισμένα αυτιστικά παιδιά μιλούν με υψηλό τόνο φωνής ή χρησιμοποιούν ρομποτικό ήχο ομιλίας.

Δύο δεξιότητες που θα πρέπει να προϋπάρχουν για την ανάπτυξη της γλώσσας είναι η συνδυαστική προσοχή (joint attention) και η κοινωνική πρωτοβουλία (social initiation). Η joint attention περιλαμβάνει εστίαση με το βλέμμα και χειρονομίες αναφοράς, όπως το να εστιάζεις σε αντικείμενα (pointing), το δείξιμο και το να δίνεις. Τα παιδιά με αυτισμό υστερούν στην κοινωνική πρωτοβουλία όπως το να κάνουν ερωτήσεις.

Δηλαδή δεν παρεμβαίνουν, δεν “πετάγονται”, δεν παρεμβάλλονται σε συνομιλίες και έτσι αποτυγχάνουν να χρησιμοποιήσουν την γλώσσα ως μέσο κοινωνικής αλληλεπίδρασης.

Αν και δεν έχει βρεθεί κάποια θεραπεία για την επιτυχή βελτίωση της επικοινωνίας, η καλύτερη θεραπευτική προσέγγιση ξεκινάει νωρίς κατά την προσχολική ηλικία, είναι ατομικά φτιαγμένη, και περιλαμβάνει και τους γονείς μαζί με τους ειδικούς. Σκοπός είναι να βελτιώνεται συνεχώς η χρήσιμη επικοινωνία.

Πρέπει να γίνονται αξιολογήσεις ανά διαστήματα, προκειμένου να βρεθούν οι καλύτερες εξατομικευμένες προσεγγίσεις και να επαναπροσδιοριστούν οι στόχοι για περαιτέρω βελτίωση.

Σε ποιους τομείς μπορεί ο λογοθεραπευτής να βοηθήσει το παιδί;

Αρχικά, ο λογοθεραπευτής μπορεί να δουλέψει με το παιδί σε ποικίλα περιβάλλοντα, όπως το σπίτι ή το σχολείο, σε μικρές ομάδες μαζί με άλλα παιδιά ή και σε ατομικές συνεδρίες. Ο λογοθεραπευτής μπορεί να βοηθήσει το παιδί βελτιώνοντας την ομιλία, τον γραπτό λόγο, τις κοινωνικές δεξιότητες ή ακόμη να αναπτύξει έναν εναλλακτικό τρόπο επικοινωνίας.

Πιο αναλυτικά η λογοθεραπευτική προσέγγιση μπορεί να βοηθήσει το παιδί:

  • Στην σχέση του παιδιού με τους γύρω του (επικοινωνία)
  • Βελτιώνοντας την ‘παρατήρηση από κοινού’ (πχ. με το να μπορεί να δίνει προσοχή σε ένα αντικείμενο συγχρόνως με κάποιον άλλον)
  • Αναπτύσσοντας κοινωνική πρωτοβουλία (πχ. να μπορεί να αρχίσει έναν διάλογο)
  • Με το να κατανοεί και να χρησιμοποιεί μη λεκτικά στοιχεία της γλώσσας, όπως χειρονομίες και εκφράσεις για να επικοινωνεί επαρκώς, πχ. να κατανοεί γιατί ο άλλος κουνάει το κεφάλι του προς τα κάτω (καταφατική απόκριση)
  • Με το να ακολουθεί οδηγίες, πχ. από την δασκάλα του κατά την διάρκεια του μαθήματος στην τάξη («βγάλε το βιβλίο σου», «κλείσε την πόρτα» κ.ά.)
  • Να κατανοεί και να βάζει τον εαυτό του την θέση του άλλου (theory of mind), πχ. να κατανοεί ότι στο άλλο παιδί που παίζουν μαζί μπορεί να μην αρέσουν τα ίδια παιχνίδια.
  • Να μειώσει επαναληπτικές (εμμονικές) συμπεριφορές, πχ. να κάνει στροφές γύρω από τον εαυτό του, να θέλει να παίζει με ένα συγκεκριμένο αυτοκινητάκι κτλ .
  • Με το να βελτιώσει την βλεμματική επαφή, πχ. να μπορεί να κοιτάει την μητέρα του όταν αυτή του απευθύνει τον λόγο
  • Με το να συμμετάσχει ενεργά σε διάλογο κάνοντας ερωτήσεις
  • Να μπορεί να απαντήσει ορθά σε ερωτήσεις και να μην ξεφεύγει από το θέμα
  • Να γνωρίζει πότε μπορεί να ξεκινήσει έναν διάλογο και πότε μπορεί/πρέπει να τον σταματήσει
  • Μειώνοντας τον «ρομποτικό» ήχο ομιλίας ή/και την ηχολαλία.
  • Στον γραπτό λόγο και στην ανάγνωση (πάντα σε απόλυτη συνεργασία με τον ειδικό παιδαγωγό και τον εργοθεραπευτή)
  • Με το να μπορεί να διαβάζει ένα βιβλίο, να συγκεντρώνει τις απαραίτητες πληροφορίες και να λέει ιστορίες βάσει αυτού
  • Γράφοντας γράμματα, λέξεις και προτάσεις.
  • Στην δημιουργία και χρήση εναλλακτικού τρόπου επικοινωνίας όπως:
  1. Νοηματική γλώσσα
  2. Σύστημα επικοινωνίας μέσω εικόνων
  3. Σύστημα επικοινωνίας με ηλεκτρονικά μέσα, για παράδειγμα Η/Υ, tablet, κινητό τηλέφωνο και άλλα ηλεκτρονικά μέσα σχεδιασμένα ειδικά για τον σκοπό αυτό.

Άρτεμις Σπυροπούλου, Λογοθεραπεύτρια

Η Δυσλεξία στους Eνήλικες

Καθώς τα παλαιότερα χρόνια η δυσλεξία συχνά δεν αναγνωριζόταν έγκαιρα σε ένα παιδί, αρκετοί δυσλεξικοί συνειδητοποιούν πια ως ενήλικες ότι παρουσιάζουν δυσλεξική συμπτωματολογία.

Οι ενήλικες αυτοί συχνά περιγράφουν τη σχολική τους εμπειρία με προτάσεις όπως: «Δυσκολευόμουν πολύ στο σχολείο», «δεν καταλάβαινα αυτό που διάβαζα», «ξεχνούσα αμέσως αυτό που είχα μόλις μάθει/διαβάσει», «οι γονείς/δάσκαλοί μου με θεωρούσαν τεμπέλη/πίστευαν ότι έχω τον νου μου στο ποδόσφαιρο» κ.τ.ό..

Ένα μεγάλο ποσοστό από τους ενηλίκους αυτούς οδηγούνται στην αναγνώριση τέτοιων συμπτωμάτων στον εαυτό τους, αφού έχουν πλέον γίνει γονείς. Πολλές φορές δηλαδή παρατηρούν και αναγνωρίζουν στα παιδιά τους παρόμοιες δυσκολίες ή πληροφορούνται από έναν ειδικό ότι το παιδί τους εμφανίζει δυσκολίες μάθησης. «Κάτι παρόμοιο πρέπει να είχα κι εγώ», ακούμε να λεν συχνά. Άλλες φορές αναφέρουν: «Κι εγώ έτσι δυσκολευόμουν στην ανάγνωση/στην έκθεση/στα μαθηματικά. Σε εμένα έχει μοιάσει ο μικρός/η μικρή».

Οι ενήλικες που αντιμετώπιζαν δυσκολίες στη μάθηση/δυσλεξία περιγράφουν συχνά τα σχολικά τους χρόνια με πολύ μελανά χρώματα. Πολλοί αναφέρουν ότι οι δάσκαλοι ή και οι γονείς τους τούς μάλωναν συνέχεια, επειδή δεν «τα κατάφερναν στα μαθήματα». Πολλοί «έμπαιναν συνέχεια τιμωρία» ή, ακόμη, «έτρωγαν ξύλο» «επειδή δεν καταλάβαιναν τα μαθηματικά» ή «επειδή δεν έπαιρναν τα γράμματα». Όπως είναι ευνόητο, ένιωθαν ότι τους συνέβαινε κάτι πολύ άδικο, καθώς πράγματι δεν ήταν οι ίδιοι σε θέση να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Έτσι, βιώματα αποτυχίας και ματαίωσης περιγράφονται συχνά από τους ανθρώπους αυτούς: «Θα έμπαινα στο Πολυτεχνείο, αλλά δεν ήμουν καλός μαθητής», «Αγγλικά;;; Ποτέ μου δεν την κατάλαβα αυτή τη γλώσσα!». Στα ακόμη παλαιότερα χρόνια, οι περιπτώσεις εγκατάλειψης της σχολικής φοίτησης ήταν πολλές. «Δεν έπαιρνε τα γράμματα, γι’ αυτό άρχισε από μικρός να δουλεύει στα χωράφια», ακούμε πολλές φορές να λέει ο παππούς ή η γιαγιά μας.

Η σύγκριση με τα αδέλφια και τους συμμαθητές τους ενίσχυε την ήδη χαμηλή αυτοεκτίμησή τους, η οποία πήγαζε από τη διαπίστωση ότι «δεν τα κατάφερναν». Είναι αυτονόητο ότι, κατά κανόνα, όσο μεγαλύτερη ήταν η δυσκολία που αντιμετώπιζαν, τόσο χαμηλότερο ήταν το αυτοσυναίσθημά τους. Ωστόσο, μαθητές οι οποίοι είχαν καλές επιδόσεις σε κάποιο άλλο τομέα (π.χ. στον αθλητισμό ή στα Καλλιτεχνικά) ή διέθεταν άλλου είδους χαρίσματα (π.χ. κοινωνικότητα, χιούμορ, ηγετικό χαρακτήρα) κατάφερναν πολλές φορές να αντισταθμίζουν – τουλάχιστον σε ένα βαθμό – τις δυσκολίες τους στη μάθηση («Δεν ασχολιόμουν πολύ με τους καθηγητές και τους βαθμούς. Εγώ να φτιάχνω πράγματα με τα χέρια μου ήθελα. Στη Γ΄ Γυμνασίου ξεκίνησα να φτιάχνω ένα μεγάλο κολλάζ…», «Σχολείο;;; Εμείς όλο κοπάνες κάναμε! Θυμάμαι κάποτε…»).

Χάρη στην ανάπτυξη και την εμπειρία, τα άτομα με δυσλεξία αναπτύσσουν σταδιακά αντισταθμιστικές στρατηγικές, που τους επιτρέπουν να έχουν καλύτερη επίδοση σε δραστηριότητες οι οποίες θα τους δυσκόλευαν πολύ περισσότερο στο παρελθόν.

Έτσι, ως ενήλικες, συχνά παραπονιούνται ότι:

• Κουράζονται όταν διαβάζουν ένα κείμενο

• Ξεχνούν εύκολα κάτι που έχουν μόλις ακούσει ή διαβάσει

• Δυσκολεύονται να μάθουν νέες λέξεις και να τις χρησιμοποιούν στον λόγο τους

• Δυσκολεύονται να κατανοήσουν το νόημα σύνθετων λέξεων

• Δυσκολεύονται να κατανοήσουν συντακτικά σύνθετες προτάσεις (σε προφορικό και γραπτό λόγο) («Συχνά δεν καταλαβαίνω αυτό που μού λεν οι άλλοι.»)

• Δυσκολεύονται στην εκτίμηση της επικοινωνιακής πρόθεσης του άλλου («Συχνά παρεξηγώ αυτό που μου λεν.»)

• Δυσκολεύονται στην αποστήθιση

• Δυσκολεύονται στον προσανατολισμό

• Δυσκολεύονται όταν πρέπει να κάνουν νοερά μαθηματικούς υπολογισμούς – πολλές φορές μάλιστα ξεχνούν τα προηγούμενα βήματα που έκαναν για να βρουν το αποτέλεσμα μιας πράξης.

 

Χάρη στην επίδραση της ανάπτυξης και της εμπειρίας, οι ενήλικοι με δυσκολία στη συγκέντρωση παρουσιάζουν επίσης βελτίωση, συγκρινόμενοι με τον εαυτό τους σε μικρή ηλικία. Ωστόσο συχνά αναφέρουν ότι:

• Κουράζονται όταν καλούνται να ασχοληθούν με δραστηριότητες που απαιτούν πνευματική ένταση (ανάγνωση βιβλίου, παρακολούθηση ταινίας κ.λπ.)

• Δεν έχουν αίσθηση του χρόνου. Πράγματι, πολλές φορές δυσκολεύονται στη διαχείριση του χρόνου: Μπορεί να καθυστερούν σε ραντεβού, να ετοιμάζονται την τελευταία στιγμή ή υπερβολικά νωρίς, ή να νιώθουν ότι δε θα προλάβουν να ολοκληρώσουν κάτι, ενώ στην πραγματικότητα έχουν αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους.

• Δυσκολεύονται γενικά να οργανώσουν τις δραστηριότητές τους σε επιμέρους βήματα, που το ένα πρέπει να διαδέχεται το άλλο.

 

Στην επικοινωνία μας μαζί τους, μπορεί επιπλέον να παρατηρήσουμε ότι δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τα λεγόμενά μας ύστερα από σύντομο χρονικό διάστημα (μικρή διάρκεια προσοχής).

Μερικοί ενήλικες που ήταν υπερκινητικοί ως παιδιά μπορεί να αναφέρουν ότι κατά την παιδική τους ηλικία πάθαιναν συχνά ατυχήματα και τραυματίζονταν συχνά. Κάποιοι από αυτούς μπορεί ακόμη να βιώνουν ένα αίσθημα κινητικής ανησυχίας ή «νευρικότητας».

Οι ψυχοσυναισθηματικές δυσκολίες που έχουν βιώσει οι άνθρωποι αυτοί κατά την παιδική τους ηλικία συχνά τους ακολουθούν και στην ενήλικη ζωή. Πολλοί από αυτούς εξακολουθούν να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση. Παρουσιάζουν σε μεγάλο ποσοστό άγχος, ανασφάλεια για τις επιδόσεις τους, τάσεις απόσυρσης («κλείσιμο» στον εαυτό), θλίψη, αλλά και θυμό ή οργή όταν αισθάνονται ότι θίγονται από τη συμπεριφορά και τα λόγια των άλλων. Συχνά νιώθουν άτυχοι και αδικημένοι από τη ζωή («Γιατί να έχω το πρόβλημα αυτό? Αν δεν είχα τη δυσκολία, θα είχα…»), ενώ αισθάνονται ότι δεν είναι σε θέση οι ίδιοι να ελέγξουν και να βελτιώσουν τα όσα τους συμβαίνουν. Πολλοί εξακολουθούν να νιώθουν ότι μειονεκτούν συγκρινόμενοι με τα αδέλφια τους, που υπήρξαν καλύτεροι μαθητές (και που ενδεχομένως είχαν καλύτερη ακαδημαϊκή και επαγγελματική εξέλιξη).

Αρκετοί αποφεύγουν την έντονη κοινωνική ζωή. Επιλέγουν να έχουν λίγες συναναστροφές, είτε επειδή φοβούνται την επανάληψη της εμπειρίας της απόρριψης που βίωναν ως παιδιά είτε επειδή νιώθουν ότι μειονεκτούν και αποφεύγουν τη σύγκριση με τους γύρω τους («Είναι όλοι πετυχημένοι, εκτός από μένα»). Ακόμη, μπορεί να φοβούνται ότι θα εκτεθούν και ότι θα φανερωθεί η δυσκολία τους.

Τέλος, κάποιοι αναπτύσσουν στρατηγικές που, αν και έχουν ως στόχο το αντιστάθμισμα για τις δυσκολίες τους, στην πραγματικότητα δημιουργούν περισσότερα προβλήματα. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να ασχολείται υπερβολικά με την εξωτερική εμφάνιση και το ντύσιμό του. Όταν ωστόσο η ενασχόληση αυτή καταλαμβάνει υπερβολικά μεγάλο μέρος της καθημερινότητας και της σκέψης του και όταν οι επιδόσεις του στον τομέα αυτό επιδεικνύονται συνεχώς, πιθανόν να υποκρύπτεται ανασφάλεια και κάποιο έλλειμμα που το άτομο προσπαθεί να «κρύψει» όχι μόνο από τους άλλους, αλλά κυρίως από τον ίδιο του τον εαυτό.

Γίνεται φανερό από τα παραπάνω ότι οι ενήλικες με δυσκολίες μάθησης και/ή συγκέντρωσης ερμηνεύουν συχνά τις καταστάσεις και τα γεγονότα με λάθος τρόπο. Έτσι, μπορεί να κάνουν εσφαλμένες υποθέσεις σε σχέση με αυτά που σκέφτονται οι άλλοι για εκείνους («Θα σκεφτούν ότι είμαι αποτυχημένος!»), να διατυπώνουν απόλυτες κρίσεις («Δεν έχω καταφέρει τίποτα στη ζωή μου», «Τα κάνω όλα λάθος»), να απαξιώνουν τα όσα πετυχαίνουν («Τα καταφέρνω με τις κατασκευές. Και τι μ’ αυτό?»), να κάνουν δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον («Θα περάσω απαίσια στη συγκέντρωση των παλιών συμμαθητών. Όλοι θα με κοιτούν περιφρονητικά») κ.ά..

Είναι επομένως σαφές ότι:

➢ Οι ενήλικες με δυσκολίες στη μάθηση και τη συγκέντρωση της προσοχής παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ψυχοσυναισθηματικών προβλημάτων, όπως είναι το άγχος, η κατάθλιψη, οι εκρήξεις θυμού κ.ά., και

➢ Είναι απαραίτητο ο ενήλικας να συνειδητοποιήσει πρώτα το πρόβλημα που τον ταλαιπωρεί, προκειμένου να είναι σε θέση να το αντιμετωπίσει με τον κατάλληλο τρόπο.

Για τους λόγους αυτούς είναι ιδιαίτερα σημαντικό οι ενήλικες με ανάλογες δυσκολίες να αναζητούν τη στήριξη ψυχολόγου για τη βελτίωση της ψυχικής τους διάθεσης και της στάσης τους απέναντι στη ζωή γενικότερα. Η παράλληλη συνεργασία τους με ειδικό παιδαγωγό μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση των μαθησιακών τους δεξιοτήτων.

Βαλίνα Ζάχου, Ειδική Παιδαγωγός MSc

Δυσκολίες στην γραφή: ποια παιχνίδια μπορούν να βοηθήσουν;

Οι δυσκολίες στον τομέα της γραφής αποτελούν συχνά ένα σημαντικό λόγο παραπομπής παιδιών σε Εργοθεραπευτή. Η γραφή είναι μια από τις πιο σημαντικές δεξιότητες που αποκτούν,αναπτύσσουν και χρησιμοποιούν τα παιδιά καθ όλη τη διάρκεια των σχολικών τους χρόνων. Στις μέρες μας, λόγω της βιασύνης μας να ξεκινήσει το παιδί να γράφει, συχνά παραβλέπουμε πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν οι βασικές πρώιμες ικανότητες. Ο γραφοκινητικός συντονισμός προϋποθέτει την κατάλληλη ανάπτυξη αισθητικοκινητικών, αντιληπτικών, γνωστικών και οπτικών δεξιοτήτων.

Δεξιότητες απαραίτητες για την ανάπτυξη σωστού πρότυπου λαβής (τριποδική λαβή):

  • Ισορροπία κορμού και αυχένα: η ικανότητα του παιδιού να μπορεί να καθίσει μόνο του και να χρησιμοποιεί ελεύθερα τα χέρια του για να κρατήσει τα όργανα γραφής χωρίς να χρειάζεται υποστήριξη ο κορμός ή το κεφάλι.
  • Σταθερότητα ώμου: σταθεροποίηση του ώμου ώστε να μπορεί να υποστηρίξει τον πήχη, τον καρπό και το χέρι όταν θα κρατάει το μολύβι.
  • Έλεγχος του πήχη: η ικανότητα μετακίνησης του πήχη από θέση πρηνισμού σε ουδέτερη θέση και θέση υπτιασμού, με ομαλό τρόπο και κατάλληλο έλεγχο της κίνησης.
  • Σταθερότητα καρπού: ώστε να μπορεί να σταθεροποιήσει την παλάμη και τα δάχτυλα.
  • Λεπτή κινητικότητα: η ικανότητα να χειριζόμαστε μικρά αντικείμενα, όπως χάντρες, κουμπιά, κορδόνια, συνδετήρες και μολύβια.
  • Αμφίπλευρος συντονισμός: η ικανότητα να χρησιμοποιούμε ταυτόχρονα και τις δυο πλευρές του σώματος μας.
  • Οπτικοκινητικός συντονισμός: η ικανότητα να ελέγχουμε την κίνηση των χεριών με τα μάτια μας, έτσι ώστε τα χέρια και τα μάτια να μπορούν να λειτουργούν ταυτόχρονα (αντιγραφή από τον πίνακα).
  • Οπτική αντίληψη: η ικανότητα ερμηνείας των οπτικών πληροφοριών. Η οπτική διάκριση διαφορών (πχ. 3 και ε), η οπτική μνήμη γραμμάτων, αριθμών και λέξεων.

Παιχνίδια / Δραστηριότητες προώθησης γραφοκινητικού συντονισμού

  •  Παιχνίδια με μπάλες διάφορων μεγεθών με τα χέρια ή με ρακέτες ή ρόπαλο! Βόλεϊ με μπαλόνι. Αργότερα χτυπάμε το μπαλόνι με ρακέτα.
  • Χρωμάτισμα με δαχτυλομπογιές, κιμωλίες διαφόρων μεγεθών και πινέλα σε κάθετο επίπεδο πχ. σε πίνακα ή σε τοίχους
  •  Μεταφορά μπάλας μικρού μεγέθους πάνω σε κουτάλι χωρίς να πέφτει
  • Παιχνίδια με πλαστελίνη, με άμμο, με πηλό, με αλεύρι, με αφρό
  • Κόψιμο με ψαλίδι διάφορων υλικών
  • Ενώστε χάντρες: χρησιμοποιείστε κάποιο υπάρχον μοτίβο ή φτιάξτε επαναλαμβανόμενα, δικά σας μοτίβα.
  • Ενώστε μακαρόνια, κομμένα καλαμάκια, Cheerios (κυλινδρικά δημητριακά).
  • Παιχνίδια διπλώματος χαρτιού (οριγκάμι)
  •  Κατασκευές παζλ
  • Bowling και παιχνίδια στόχων

 

Αγγελική Κοντούκα, Εργοθεραπεύτρια

Ορόσημα Ανάπτυξης στις Ηλικίες 2-5 Ετών

Επειδή κάθε παιδί αναπτύσσεται με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο, είναι αδύνατο να πει κανείς ακριβώς πότε ή πώς το παιδί σας θα αναπτύξει τέλεια μια συγκεκριμένη δεξιότητα. Τα αναπτυξιακά ορόσημα μπορούν να σας δώσουν μια γενική ιδέα για τις αλλαγές που μπορείτε να περιμένετε, αλλά μην ανησυχήσετε αν η ανάπτυξη του μωρού σας έχει μια ελαφρώς διαφορετική πορεία.

Από τη γέννηση ενός παιδιού και μέχρι την ηλικία των 5 ετών εξελίσσονται τα πιο σημαντικά στάδια ανάπτυξης τα οποία θα σηματοδοτήσουν τη μετέπειτα εξέλιξη του παιδιού σε διάφορους τομείς. Τα στάδια ανάπτυξης αφορούν κυρίως τον συναισθηματικό, οπτικοκινητικό, γλωσσικό, γνωστικό και κοινωνικό τομέα. Είναι πολύ σημαντικό για ένα παιδί να το παροτρύνουμε να μάθει να αυτοεξυπηρετείται από πολύ μικρή ηλικία. Αυτό θα το βοηθήσει σε όλη την μετέπειτα ζωή του σε πολλούς τομείς όπως,

  • λεπτή κινητικότητα
  • αδρή κινητικότητα
  • λόγος
  • κοινωνικοποίηση

Όπως μπορεί να καταλάβει κανείς τόσο η αδρή όσο και η λεπτή κινητικότητα είναι απαραίτητα «εφόδια» στην μετέπειτα ανάπτυξη του παιδιού και η ανάπτυξη τους ξεκινά από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους.

Το σίγουρο είναι ότι το να μάθει να αυτοεξυπηρετείται απαιτεί από τους γονείς πλεόνασμα υπομονής, χρόνου και κόπου. Αλλά να είστε βέβαιοι ότι οι προσπάθειες που κάνετε τώρα, όταν το παιδί προσπαθεί να ζήσει με μεγαλύτερη αυτονομία όλες τις πτυχές της ζωής του θα ανταμειφθούν. Η νέα κατάκτηση θα εδραιωθεί γρήγορα και το πέρασμα θα γίνει με τρόπο ουσιαστικά «ανώδυνο».

2-3 ετών

Κίνηση

  1. Το παιδί ανεβαίνει – κατεβαίνει σκάλες με βοήθεια.
  2. Κάνει πηδηματάκια επιτόπου στο πάτωμα.
  3. Ανοίγει πόρτες. Γυρίζει πόμολα και χερούλια.
  4. Σκαρφαλώνει στα έπιπλα.
  5. Χτίζει πύργο με 6 κύβους.
  6. Πιάνει το μολύβι με τον αντίχειρα και τον δείκτη, ακουμπώντας το στο μέσο.

Κοινωνικότητα, Αντίληψη

  1. Αντιγράφει αυτά που κάνουν οι μεγάλοι.
  2. Διαλέγει τα παιχνίδια του. Ξέρει να τα χρησιμοποιεί σωστά.
  3. Λέει ότι θέλει να ουρήσει.
  4. Φτιάχνει puzzle με 3 κομμάτια.
  5. Αντιγράφει κύκλο.
  6. Ταυτίζει 3 χρώματα.
  7. Συνεργάζεται με αυτό που του λέει ο γονιός, τις μισές περίπου φορές.
  8. Κάθεται να ακούσει μουσική ή ένα παραμύθι για 5-10 λεπτά.

Δραστηριότητες καθημερινής ζωής

  1. Ελέγχει την σιελόρροια.
  2. Τρώει μόνο του με το κουτάλι και πίνει νερό από το ποτήρι, λερώνοντας λίγο.
  3. Πίνει το γάλα του από ποτηράκι και χρησιμοποιεί καλαμάκι. Έχει κόψει το μπιμπερό.
  4. Πλένει, σκουπίζει τα χέρια του
  5. Βουρτσίζει τα δόντια του μιμούμενο.
  6. Βάζει τα παπούτσια του.
  7. Βγάζει κάλτσες, παπούτσια, παντελόνι.
  8. Βάζει κάλτσες, μπουφάν ή ζακέτα.

Λόγος

  1. Χρησιμοποιεί μια λέξη για να εκφράσει την ανάγκη του για την τουαλέτα.
  2. Χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο του ενικού, όταν αναφέρεται σε κάτι που κάνει το ίδιο τη στιγμή που μιλάει (πχ. παίζω, τρώω).
  3. Το παιδί ρωτά συνεχώς ερωτήσεις. Τι είναι αυτό, τι είναι το άλλο κτλ.
  4. Χρησιμοποιεί φράσεις 2 λέξεων.

 

3-4 ετών

 

Κίνηση

  1. Το παιδί στέκεται στο ένα πόδι για λίγη ώρα.
  2. Κάνει ποδήλατο με τρεις ρόδες.
  3. Χτίζει πύργο με εννέα κύβους.
  4. Κάνει ψαλιδιές.
  5. Ανεβαίνει σκάλες, ένα πόδι στο κάθε σκαλί.
  6. Πιάνει με τα δυο του χέρια μια μπάλα όταν του την πετάνε.

Κοινωνικότητα, Αντίληψη

  1. Ξέρει να διακρίνει το μεγάλο, το μικρό.
  2. Ονομάζει τις εικόνες που βλέπει σε παιδικά βιβλία.
  3. Γνωρίζει τη μέρα από τη νύκτα.
  4. Κάνει αυτό που του ζητάνε 3 στις 4 φορές.
  5. Μετράει ως το 3.
  6. Προσθέτει χέρια ή πόδια σε μισοτελειωμένο άνθρωπο.
  7. Ονομάζει 3 χρώματα.

Δραστηριότητες καθημερινής ζωής

  1. Το παιδί ελέγχει τους σφιγκτήρες (παραμένουν στεγνά – ελέγχουν την αφόδευση) κατά τη διάρκεια της ημέρας.
  2. Πολλά παιδιά ελέγχουν τους σφιγκτήρες και τη νύκτα.
  3. Έχει κόψει την πιπίλα.
  4. Τρώει τελείως ανεξάρτητα όλα τα γεύματα.
  5. Ρουφάει με καλαμάκι.
  6. Ντύνεται μόνο του με βοήθεια στις μπλούζες και τα κουμπώματα.

Λόγος

  1. Εκτελεί 2 μη σχετικές εντολές στη σειρά.
  2. Λέει το όνομα του.
  3. Μιλάει για τις πρόσφατες εμπειρίες του.
  4. Περιγράφει πως χρησιμοποιούμε μερικά γνώριμα του αντικείμενα.

 

4-5 ετών

Κίνηση

  1. Το παιδί κάνει κουτσό.
  2. Κατεβαίνει σκάλες, ένα πόδι σε κάθε σκαλί.
  3. Χρησιμοποιεί ψαλίδι.
  4. Κρατά μολύβι σχετικά καλά.
  5. Μπορεί να ζωγραφίσει ένα άτομο (κεφάλι, χέρια, πόδια).

Κοινωνικότητα, Αντίληψη

  1. Το παιδί μετράει μέχρι το δέκα.
  2. Αναγνωρίσει 3-4 χρώματα.
  3. Αναγνωρίζει σταυρούς, τρίγωνα, κύκλους, τετράγωνα.
  4. Μπορεί να αντιληφθεί συναισθήματα όπως λύπη, θυμό, φόβο.
  5. Ζητάει βοήθεια όταν δυσκολεύεται σε κάτι.
  6. Έχει κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά έξω από τον χώρο του σπιτιού.
  7. Ονομάζει 8 χρώματα και λέει το χρώμα αντικειμένου που του αναφέρουν.

Δραστηριότητες καθημερινής ζωής

  1. Πλένει τα δόντια του μόνο του.
  2. Ντύνεται τελείως ανεξάρτητα.
  3. Κουμπώνει και ξεκουμπώνει μεγάλα κουμπιά.
  4. Πηγαίνει στην τουαλέτα εγκαίρως, γδύνεται, σκουπίζεται, τραβάει το νερό και ξαναντύνεται χωρίς βοήθεια.

Λόγος

  1. Εκτελεί 3 εντολές στη σειρά.
  2. Χρησιμοποιεί το ‘θα’.
  3. Χρησιμοποιεί σύνθετες προτάσεις.
  4. Δείχνει το παράλογο σε μια εικόνα.
  5. Αφηγείται ένα γνωστό παραμύθι, χωρίς να βλέπει τις εικόνες για βοήθεια.

Αγγελική Κοντούκα, Εργοθεραπεύτρια

Μαθησιακές Δυσκολίες και Έφηβοι

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σε μεγάλο βαθμό το φαινόμενο των μαθησιακών δυσκολιών σε μεγαλύτερες ηλικίες, σε παιδιά δηλαδή που ήδη φοιτούν στο Γυμνάσιο ή στο Λύκειο και δεν έχουν διαγνωστεί εγκαίρως. Όταν  το οικογενειακό ή το σχολικό περιβάλλον δεν έχει την κατάρτιση ή ακόμη και τη διάθεση ν’ασχοληθεί  με  το θέμα, δυστυχώς το πρόβλημα μεγεθύνεται. Δεν  παραμένει απλά στάσιμο.

Παιδιά τυπικής ανάπτυξης είναι δυνατό να έχουν μαθησιακές δυσκολίες που αφορούν τόσο στον γραπτό λόγο, όσο και  στην προφορική έκφραση. Συχνά η απουσία έγκαιρης διάγνωσης  οφείλεται στο ότι  μαθητές  αρκετά επικοινωνιακοί, κοινωνικοί, με πλούσιο προφορικό λόγο, θεωρούνται απλά ανεπαρκείς ως προς την υπευθυνότητα στις εργασίες  και στα σχολικά τους καθήκοντα ή ακόμη και τεμπέληδες, γιατί  λόγω λανθασμένων μαθητικών στερεοτύπων και  συνηθειών δεν κατατάσσονται στις ομάδες ‘’υψηλού κινδύνου.’’

Η αλήθεια είναι ότι τόσο η οικογένεια, όσο και το σχολικό περιβάλλον πρέπει να βρίσκονται συνεχώς σε επαγρύπνηση, ώστε αν αντιληφθούν το πρόβλημα, ν’απευθυνθούν σε ειδικούς για να γίνει διάγνωση και να βρεθούν λύσεις για την αντιμετώπισή του. Οπωσδήποτε η παρακολούθηση και κατάρτιση ατομικού προγράμματος από εξειδικευμένο εκπαιδευτικό(ειδικό παιδαγωγό) κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να δουλέψει τα θέματα του/της κάθε μαθητή/μαθήτριας,και ασφαλώς με πρόγραμμα προσαρμοσμένο στις προσωπικές του/της ανάγκες και εφαρμοζόμενο σε συνεργασία πάντα με την οικογένεια.

Απαραίτητη κρίνεται και η συνεργασία με παιδοψυχολόγο αρκετά συχνά, ειδικά σε περίπτωση που το παιδί ή η οικογένειά του, δυσκολεύονται να αποδεχτούν την πραγματικότητα.

Κλείνοντας να τονίσουμε ότι οι μαθησιακές δυσκολίες δεν αποτελούν τροχοπέδη στην εξέλιξη και την πρόοδο των παιδιών. Η έγκαιρη και σωστή αντιμετώπισή τους από ειδικούς επιστήμονες αποτελεί εγγύηση για την σχολική και ακαδημαϊκή πρόοδο τους, αλλά και την περαιτέρω κοινωνικοποίηση των εφήβων και την καλλιέργεια της αυτοπεποίθησής τους ως ενήλικες.

 

Άννα Σκούρα-Φιλόλογος/Ειδική Παιδαγωγός

Δυσλεξία Μαθητών και Κοινωνικές Συνέπειες

Η δυσλεξία αποτελεί συχνό φαινόμενο  επιβράδυνσης της σχολικής προόδου ενός μαθητή, αλλά και καθυστέρησης της συνολικής μαθησιακής  διαδικασίας του ίδιου ανθρώπου γενικότερα.  Καθώς συνήθως διαγιγνώσκεται  σε σχολική πια ηλικία και αρκετές φορές σε μεγάλες τάξεις του δημοτικού σχολείου, οι επιπτώσεις στο άτομο, αλλά και στον οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρό του είναι  εμφανείς, αλλά οι αιτίες δεν έχουν αντιμετωπιστεί.

Οι μαθητές με δυσλεξία δυσκολεύονται πολύ να μάθουν να ξεχωρίζουν πολλά γράμματα μεταξύ τους ή και να γράψουν ολοκληρωμένες  λέξεις και προτάσεις.  Συχνά διαβάζουν με αναστροφή συλλαβών ή ακόμη μπορούν και ν’αντιστρέψουν ολόκληρη λέξη.  Η ανάγνωση τους είναι ιδιαίτερα επίπονη διαδικασία και αυτό οδηγεί σε χαμηλή αυτοεκτίμηση και  ιδιαίτερο στρες κατά τη διάρκεια ενός απλού σχολικού προγράμματος  ή μιας γραπτής δοκιμασίας.  Συχνά δυσκολεύονται ν’ανακαλέσουν από μνήμης το περιεχόμενο του κειμένου, που μόλις διάβασαν.

Δυστυχώς τόσο οι συνομήλικοι μαθητές όσο και κάποιοι ενήλικες, δηλαδή  συχνά οι δάσκαλοι, αλλά και οι γονείς τους αδυνατώντας να αναγνωρίσουν τα συμπτώματα, αγνοούν την κύρια αίτια.  Το αποτέλεσμα είναι ο δυσλεκτικός μαθητής να δέχεται αυστηρή κριτική ως προς το επίπεδο αντίληψης  του, αλλά και της σχολικής επίδοσής του και οδηγείται σταδιακά  στην σχολική  αποτυχία και στην παραίτηση.

Ιστορικές προσωπικότητες όπως ο Άλμπερτ Αϊνστάιν και ο Γκράχαμ Μπελ έπασχαν από δυσλεξία, ωστόσο αποτελούν φωτεινά παραδείγματα για να αντιληφθεί κάποιος ότι η δυσλεξία δεν είναι χαρακτηριστικό της  χαμηλής  νοημοσύνης.  Και αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, διότι συχνά τα συμπτώματα της δεν γίνονται αντιληπτά και κατανοητά από γονείς και μη εξειδικευμένους  εκπαιδευτικούς, που θεωρούν ότι  ένα έξυπνο παιδί είναι αδύνατον να έχει δυσλεξία, και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι απλά βαριέται, δεν ενδιαφέρεται, είναι ονειροπόλο και δεν προσέχει στην τάξη.

Αυτό που θα πρέπει να γίνει κατανοητό σε όλους είναι ότι δυσλεξία μπορεί να έχει το παιδί,  που συχνά καυγαδίζουμε μαζί του, γιατί ενώ  φαίνεται να μελετά, τελικά κάνει συνεχώς λάθη, δεν αποστηθίζει ποτέ κανένα κείμενο, παρά την προσπάθειά του, έχει αξιοζήλευτη προφορική έκφραση, αλλά τα γραπτά του δεν διαβάζονται λόγω ορθογραφικών λαθών ή άσχημου γραφικού χαρακτήρα.

Η δυσλεξία είναι κατά βάση ένας διαφορετικός τρόπος αντίληψης πραγμάτων.  Δεν ξεπερνιέται, αλλά με τη σωστή αντιμετώπιση από ομάδα ειδικών μπορεί να βελτιωθεί τόσο η εικόνα του μαθητή στο σχολικό περιβάλλον, όσο και η αυτοεκτίμησή του.  Και κατά συνέπεια η κοινωνική του συμπεριφορά.  Αποδοχή και δουλειά στη βάση του προβλήματος είναι  λοιπόν η λύση και όχι απόρριψη και  πίεση του κάθε μαθητή/τριας  με αυτό το θέμα.

Άννα Σκούρα, Ειδική Παιδαγωγός

Μαθησιακές Δυσκολίες στα Μαθηματικά-Συχνές Ερωτήσεις

Τι είναι οι μαθησιακές δυσκολίες στα Μαθηματικά;

Μιλώντας για μαθησιακές δυσκολίες στα Μαθηματικά, εννοούμε την κατάσταση κατά την οποία ένα παιδί ή ένας ενήλικας δυσκολεύεται στην κατανόηση και τον χειρισμό βασικών μαθηματικών εννοιών (ποσά, ποσότητες, μαθηματικές πράξεις, διαχείριση προβλημάτων Αριθμητικής κ.ά.).

Συνήθως οι δυσκολίες αυτές συνυπάρχουν με δυσκολίες στην επεξεργασία του λόγου, όπως η δυσλεξία, αλλά και με ευρύτερες δυσκολίες μάθησης.

Όταν εντοπίζονται ειδικότερα στα Μαθηματικά, τότε η κατάσταση μπορεί να περιγραφεί με τους όρους «ειδικές μαθησιακές δυσκολίες στα Μαθηματικά», «διαταραχή των μαθηματικών ικανοτήτων» ή «Δυσαριθμησία».

Όπως όλες οι δυσκολίες μάθησης, έτσι και οι μαθησιακές δυσκολίες στα Μαθηματικά συνοδεύονται συχνά από δυσκολία στη συγκέντρωση της προσοχής ή/και υπερκινητικότητα.

 

Ποιες είναι οι ενδείξεις ύπαρξης μαθησιακών δυσκολιών στα Μαθηματικά σε ένα παιδί σχολικής ηλικίας;

Οι κυριότερες ενδείξεις ύπαρξης  μαθησιακών δυσκολιών στα Μαθηματικά σε ένα παιδί σχολικής ηλικίας μπορεί να περιλαμβάνουν:

  • Τη δυσκολία διάκρισης της ποσότητας και του πλήθους. Το παιδί μπορεί, για παράδειγμα, να δυσκολεύεται να εκτιμήσει ποιο σύνολο ομοίων αντικειμένων/μονάδων (π.χ. καραμέλες) είναι μεγαλύτερο (δηλ. περιλαμβάνει τις περισσότερες καραμέλες).
  • Τη δυσκολία διάκρισης μεταξύ μεγεθών. Το παιδί μπορεί να δυσκολεύεται να διακρίνει το μεγαλύτερο από δύο ή περισσότερα όμοια αντικείμενα.
  • Τη δυσκολία στη σειροθέτηση (τοποθέτηση σε σειρά) αντικειμένων ή ποσοτήτων από το μεγαλύτερο στο μικρότερο ή αντίστροφα.
  • Τη δυσκολία να αντιληφθεί ότι δεδομένη ποσότητα, μάζα ή αριθμός παραμένουν ίδια ακόμη και αν αλλάξουν σχήμα ή αν χωριστούν σε μικρότερα μέρη. Έτσι, το παιδί δυσκολεύεται, για παράδειγμα, να αντιληφθεί και να κατανοήσει το ότι μία δεδομένη ποσότητα νερού παραμένει ίδια, ακόμη και αν την τοποθετήσουμε μέσα σε δοχεία διαφορετικού σχήματος.
  • Τη δυσκολία στην ταξινόμηση/κατηγοριοποίηση. Το παιδί μπορεί να δυσκολεύεται αφενός να οργανώσει επιμέρους στοιχεία σε ανώτερες κατηγορίες/σύνολα και αφετέρου να συνειδητοποιήσει ότι τα επιμέρους στοιχεία διατηρούν τα χαρακτηριστικά τους, ακόμη και αφού ενταχθούν σε ευρύτερη κατηγορία. Έτσι, το παιδί μπορεί να δυσκολεύεται να κατανοήσει την οργάνωση των μονάδων σε δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες κλπ – δηλαδή τη δομή του δεκαδικού συστήματος αρίθμησης.
  • Τη δυσκολία στην αρίθμηση, δηλαδή στην καταμέτρηση, τη σύνδεση των συμβόλων των αριθμών με την ποσότητα που ο καθένας αντιπροσωπεύει, την απομνημόνευση της αλληλουχίας των αριθμών, καθώς και την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο καθένας διαφέρει από τον προηγούμενο και τον επόμενό του (κατά 1 μονάδα).
  • Τη δυσκολία στην κατανόηση και συγκράτηση της προπαίδειας
  • Τη δυσκολία στην κατανόηση και τη διαχείριση του δεκαδικού συστήματος αρίθμησης, δηλαδή του τρόπου με τον οποίο οι μονάδες οργανώνονται σε όλο και ανώτερες τάξεις με κριτήριο πάντα τη συγκέντρωση ανά 10 (για παράδειγμα, 10 μονάδες αποτελούν 1 δεκάδα, 10 δεκάδες συνιστούν 1 εκατοντάδα, 10 εκατοντάδες αποτελούν 1 χιλιάδα ή μονάδα χιλιάδων κοκ.)
  • Τη δυσκολία στην αξιοποίηση των ιδιοτήτων του δεκαδικού συστήματος αρίθμησης για τη γρήγορη /νοερή εκτέλεση αριθμητικών πράξεων ή για τη στρογγυλοποίηση αριθμών
  • Τη σύγχυση μεταξύ των μαθηματικών συμβόλων (+, -, x, :, =, <, > …)
  • Τη δυσκολία κατά την εκτέλεση πράξεων. Το παιδί μπορεί να δυσκολεύεται να κατανοήσει τα επιμέρους βήματα που είναι απαραίτητα για την εκτέλεση μιας πράξης, αλλά και να θυμηθεί την αλληλουχία των ενεργειών στις οποίες προβαίνουμε κατά την εκτέλεση μιας αριθμητικής πράξης. Σε αυτό περιλαμβάνεται συχνά και η δυσκολία στη διάκριση του μειωτέου από τον αφαιρετέο κατά την αφαίρεση και του διαιρετέου από τον διαιρέτη κατά τη διαίρεση.
  • Τη δυσκολία στην τοποθέτηση των δεδομένων επάνω στο χαρτί για την εκτέλεση μιας πράξης, οριζόντια ή κάθετα
  • Τη δυσκολία στη διαχείριση των κρατουμένων στις πράξεις
  • Τη δυσχέρεια στην επεξεργασία μαθηματικών προβλημάτων (κατανόηση, αξιοποίηση δεδομένων, σχεδιασμός για την επίλυσή τους)
  • Την ελλιπή κατανόηση της έννοιας των τεσσάρων πράξεων (πότε πρέπει να κάνουμε πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμό ή διαίρεση)
  • Τη δυσκολία στην κατανόηση των εννοιών της Γεωμετρίας
  • Τη δυσκολία στον χειρισμό των οργάνων Γεωμετρίας (χάρακας, γνώμονας, διαβήτης, μοιρογνωμόνιο)
  • Τη δυσχέρεια στη μνημονική συγκράτηση όρων της Γεωμετρίας (π.χ. οξεία γωνία, εμβαδόν, περίμετρος κ.τ.ό.), καθώς και στη διάκριση μεταξύ τους
  • Τη μειωμένη αίσθηση του χρόνου και τη δυσκολία στην κατανόηση, κατάκτηση και διαχείριση χρονικών εννοιών (ώρα, λεπτά, εβδομάδα, μήνας, έτος…).

 

Μπορεί ένα παιδί να δυσκολεύεται ταυτόχρονα και στη Γλώσσα;/Το παιδί μου έχει διαγνωσθεί με Δυσλεξία, διαπιστώνω όμως ότι αντιμετωπίζει δυσκολία και με τα Μαθηματικά. Είναι δυνατό να δυσκολεύεται και στα δύο αντικείμενα; 

Στην πραγματικότητα, το πλέον συνηθισμένο είναι να συνυπάρχει κάποιας μορφής δυσχέρεια και στα δύο αντικείμενα. Οι μαθησιακές δυσκολίες στα Μαθηματικά σπάνια  συναντώνται μόνες τους. Τις περισσότερες φορές, ένας μαθητής με δυσκολία στην επεξεργασία του λόγου εμφανίζει, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, και δυσχέρεια στα Μαθηματικά. Και, αντίστροφα, ένα παιδί με δυσκολία στα Μαθηματικά, συνήθως παρουσιάζει κάποιου βαθμού δυσχέρεια και στα «γλωσσικά» μαθήματα.

Έτσι, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι παιδιά με δυσλεξία μάλλον παρουσιάζουν επίσης μερικές – ή και πολλές – από τις ενδείξεις ύπαρξης μαθησιακών δυσκολιών στα Μαθηματικά.

Εξάλλου συχνά συνυπάρχει και δυσκολία στη συγκέντρωση της προσοχής με/χωρίς υπερκινητικότητα.

 

Όλα τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες στα Μαθηματικά  μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον ίδιο τρόπο;

Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες στα Μαθηματικά είναι αδύνατο να αντιμετωπιστούν με τον ίδιο τρόπο, καθώς το ένα διαφέρει πολύ από το άλλο (όπως συμβαίνει και για όλα τα παιδιά που παρουσιάζουν κάποια μορφή μαθησιακής δυσκολίας). Είναι απαραίτητο να παρεμβαίνει κανείς εξατομικευμένα  σε κάθε παιδί με δυσκολία στα Μαθηματικά, αφού έχει προηγουμένως αξιολογήσει προσεκτικά τις μαθησιακές του ανάγκες.

 

Υπάρχει πιθανότητα βελτίωσης των μαθηματικών δεξιοτήτων ενός παιδιού/ενήλικα που παρακολουθεί ειδικό εξατομικευμένο πρόγραμμα παρέμβασης;

Με την παροχή του κατάλληλου ειδικού παιδαγωγικού προγράμματος αποκατάστασης παρατηρείται κατά κανόνα σημαντική βελτίωση των μαθηματικών ικανοτήτων του παιδιού/ενήλικα. Η βελτίωση αυτή επηρεάζει θετικά τόσο την ανταπόκρισή του στις απαιτήσεις της καθημερινότητας (απλές μαθηματικές πράξεις, διαχείριση χρημάτων, ώρα-χρόνος), όσο και την επίδοσή του στο μάθημα των Μαθηματικών.

 

Βαλίνα Ζάχου, Ειδική Παιδαγωγός MSc