Author: admin

Γιατί μας ωφελούν τα Θετικά Συναισθήματα;

Στο χώρο της ψυχικής υγείας έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη μελέτη συναισθημάτων που αφήνουν αρνητικό αποτύπωμα, όπως το άγχος, η θλίψη, ο θυμός και η απόγνωση. Φυσικά, η ενασχόληση αυτή έχει οδηγήσει στην εξέλιξη της γνώσης και στην ανάπτυξη ψυχολογικών μεθόδων αντιμετώπισης αυτών των συναισθηματικών καταστάσεων.

Κρίσεις πανικού: Πιο σοβαρές τη νύχτα

Η διαταραχή πανικού αποτελεί μια αιφνίδια και χρονικά περιορισμένη περίοδο  έντονου φόβου ή δυσφορίας, χωρίς την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου, η οποία εξελίσσεται ραγδαία και κορυφώνεται μέσα σε 10 λεπτά. Το κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι το άτομο βιώνει σωματικά συμπτώματα τα οποία λανθασμένα ερμηνεύει ως δείγμα επικείμενης καταστροφής. Για παράδειγμα ένα σύμπτωμα όπως η ταχυκαρδία, ερμηνεύεται αποκλειστικά ως ένδειξη εμφράγματος χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έχει προκληθεί (π.χ. σωματική άσκηση, στρες), οι οποίες θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την εμφάνιση της ταχυκαρδίας.

Η εμπειρία της πλήρους κρίσης πανικού συνοδεύεται από την εμφάνιση τουλάχιστον τεσσάρων (4) ή περισσότερων από τα παρακάτω συμπτώματα:

  • ταχυκαρδία,
  • εφίδρωση,
  • τρέμουλο,
  • αίσθηση δύσπνοιας ή ασφυξίας,
  • αίσθηση πνιξίματος (δυσκολία στην κατάποση),
  • πόνο στο στήθος ή δυσφορία,
  • ναυτία, ζαλάδα, ή τάση λιποθυμίας,
  • αποπροσωποποίηση,
  • φόβο ότι το άτομο θα χάσει τον έλεγχο ή θα τρελαθεί,
  • φόβο ότι θα πεθάνει,
  • μουδιάσματα ή μυρμηγκιάσματα/ φαγούρα/κάψιμο και
  • κρυάδες ή εξάψεις.

Το πιο σύνηθες είναι οι κρίσεις πανικού να συμβαίνουν κατά την διάρκεια της ημέρας, είτε χωρίς προφανή αιτία ή όταν το άτομο εισέρχεται σε μια κατάσταση που για εκείνον υποδηλώνει κίνδυνο.

Όμως, υπάρχουν και αρκετές περιπτώσεις ατόμων που πάσχουν από διαταραχή πανικού, οι οποίοι παρουσιάζουν κρίσεις πανικού και κατά την διάρκεια της νύχτας ή, πιο σπάνια, μόνο τη νύχτα. Τα ποσοστά που κατά καιρούς δημοσιεύονται στην διεθνή βιβλιογραφία σχετικά με το πόσοι από αυτούς που έχουν διαταραχή πανικού βιώνουν νυχτερινές κρίσεις, κυμαίνονται από 28% -71%.

Τα άτομα που βιώνουν νυχτερινούς πανικούς, ξυπνούν απότομα μέσα στην νύχτα σε κατάσταση πανικού, χωρίς προφανή λόγο. Τα συμπτώματα της νυχτερινής κρίσης  πανικού δεν διαφοροποιούνται από αυτά κατά την διάρκεια της ημέρας. Όμως, η νυχτερινή κρίση πανικού διαφοροποιείται από άλλες καταστάσεις διέγερσης κατά την διάρκεια του ύπνου, που οφείλονται σε εφιάλτες ή ενοχλήσεις από το περιβάλλον, όπως π.χ. δυνατοί θόρυβοι. Οι περισσότεροι ασθενείς δηλώνουν ότι οι νυχτερινοί πανικοί συμβαίνουν μία (1) με τρεις (3) ώρες αφού το άτομο έχει κοιμηθεί και συνήθως δεν βιώνουν πάνω από μια κρίση την φορά. Η νυχτερινή κρίση πανικού συνήθως διαρκεί 2-8 λεπτά και συνήθως μετά την κρίση είναι δύσκολο για το άτομο να ξανακοιμηθεί.

Συχνά, τα άτομα που πάσχουν από νυχτερινούς πανικούς καταλήγουν να φοβούνται να κοιμηθούν και προσπαθούν να καθυστερήσουν την έναρξη του ύπνου.  Σιγά-σιγά, η αποφυγή ύπνου μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική έλλειψη ύπνου, η οποία τελικά επιδεινώνει την συχνότητα των νυχτερινών πανικών.

Η διεθνής βιβλιογραφία δεν έχει καταλήξει σε ξεκάθαρο συμπέρασμα αναφορικά με το κατά πόσο το φαινόμενο των νυχτερινών κρίσεων πανικού, αποτελεί σοβαρότερης μορφής διαταραχή πανικού ή έναν άλλο τύπο διαταραχής πανικού. Μέχρι πρόσφατα οι νυχτερινές κρίσεις πανικού αντιμετωπιζόταν κυρίως με φαρμακευτική αγωγή. Πλέον, η κατανόηση των ψυχολογικών παραγόντων που εμπλέκονται στους νυχτερινούς πανικούς, έχει οδηγήσει στην εξέλιξη ψυχοθεραπευτικών πρωτοκόλλων και στην εφαρμογή τους στην κλινική πράξη με αισιόδοξα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, η γνωστική συμπεριφοριστική θεραπεία που είναι αποτελεσματική στις «συμβατικές» κρίσεις πανικού, μετά από κατάλληλες τροποποιήσεις και προσαρμογές, εμφανίζεται να είναι αποτελεσματική και στην ψυχολογική αντιμετώπιση των νυχτερινών κρίσεων πανικού.

Dr. Εύα Κωνσταντινίδη, Κλινική Ψυχολόγος

Μήπως πάσχετε από Ιδεοψυχαναγκασμό;

Αρκετοί από εμάς, κατά διαστήματα, έχουμε δεχτεί σχόλια από φίλους και συγγενείς, ή ακόμα και οι ίδιοι έχουμε εντοπίσει ότι κάποιες ιδέες και συμπεριφορές μας κρύβουν αδικαιολόγητη ανησυχία για διάφορες καταστάσεις. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να τσεκάρει πάνω από μια φορά αν έχει κλειδώσει τις μπαλκονόπορτες και αν έχει κλείσει τις ηλεκτρικές συσκευές πριν φύγει από το σπίτι. Ακόμη περισσότερο, κάποιος που έχει ήδη ελέγξει και έχει απομακρυνθεί, επιστρέφει πάλι στο σπίτι του, προκειμένου να ξαναελέγξει. Κάποιος άλλος μπορεί να θέλει να τακτοποιεί τα αντικείμενά του κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο και με συγκεκριμένη σειρά και να δυσανασχετεί όταν αυτή η σειρά διαταραχτεί.  Άλλος τέλος να έχει ανησυχίες σχετικές με την καθαριότητα και αυτές να τον καθιστούν σχολαστικό στην καθαριότητα.

Αποτελούν τα παραπάνω επαρκείς ενδείξεις για να θεωρηθεί ότι κάποιος πάσχει από ιδεοψυχαναγκασμό; Οχι, αποτελούν απλώς κάποια τάση, αλλά τα κριτήρια για να χαρακτηριστούν οι παραπάνω εμπειρίες ως παθολογικές (και θα αναλυθούν παρακάτω) είναι πιο συγκεκριμένα και προϋποθέτουν ότι η καθημερινότητα του ατόμου επηρεάζεται έντονα εξαιτίας αυτών των σκέψεων ή συμπεριφορών. Για παράδειγμα, κάποιος που χρειάζεται 2 ώρες για να ελέγξει το σπίτι του ή να πλύνει τα χέρια του αρχίζει να μην έχει χρόνο για άλλες σημαντικές υποχρεώσεις ή να καθυστερεί στη δουλειά ή σε ραντεβού. Ας εξηγήσουμε, όμως, πρώτα τι είναι οι ιδεοληψίες και οι ψυχαναγκασμοί και ποια η μεταξύ τους σχέση.

Ιδεοληψίες είναι οι επαναλαμβανόμενες και επίμονες σκέψεις ή εικόνες τις οποίες το άτομο βιώνει ως ενοχλητικές και ακατάλληλες και οι οποίες τελικά του προκαλούν έντονο άγχος ή καταπόνηση. Να σημειωθεί ότι αυτές οι σκέψεις δεν είναι απλές ανησυχίες για καθημερινής φύσεως θέματα και ότι το άτομο προσπαθεί να τις αγνοήσει ή να τις καταστείλει και να τις εξουδετερώσει μέσω άλλων σκέψεων ή ενεργειών. Τέλος, το άτομο έχει επίγνωση γι’ αυτές του τις σκέψεις. Για παράδειγμα, η επαναλαμβανόμενη και επίμονη σκέψη «θα βάλω φωτιά στο σπίτι μου» είναι μια μορφή ιδεοληψίας.

Ψυχαναγκασμοί είναι οι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, όπως για παράδειγμα πλύσιμο των χεριών, υπερβολική τακτοποίηση πραγμάτων, συνεχής έλεγχος καταστάσεων (αν κλείδωσα κ.λπ.), ή διανοητικές διεργασίες όπως η απαρίθμηση (π.χ. μετράω τις πλάκες του πεζοδρομίου όταν περπατάω).

Οι ιδεοληψίες και οι ψυχαναγκασμοί συνήθως συνυπάρχουν χωρίς αυτό να είναι πάντα απαραίτητο. Στις περιπτώσεις που κάποιος βιώνει και τα δύο συμπτώματα, ο ψυχαναγκασμός είναι ο τρόπος για να καταπολεμήσει την ιδεοληψία και να καταλαγιάσει το άγχος που προέρχεται από αυτή. Για παράδειγμα, όταν η σκέψη «θα βάλω φωτιά και θα προκαλέσω καταστροφή» αποκτήσει τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν παραπάνω, τότε αποτελεί ιδεοληψία. Προκειμένου, λοιπόν, το άτομο που έχει την ιδεοληψία να μπορέσει να την καταπολεμήσει, επιστρατεύει τον ψυχαναγκασμό. Π.χ. «αν ελέγξω τα φώτα και τις ηλεκτρικές συσκευές δέκα φορές, τότε μόνο δεν κινδυνεύω». Με τον τρόπο αυτό, ο ψυχαναγκασμός έρχεται να αντιμετωπίσει την ιδεοληψία και να ηρεμήσει το άτομο.

Αυτή όμως ακριβώς είναι η παγίδα του ιδεοψυχαναγκαστικού φαύλου κύκλου. Ο ψυχαναγκασμός καθησυχάζει το άτομο για πολύ μικρό χρονικό διάστημα και σύντομα οι ανησυχίες επανέρχονται, οι οποίες πάλι απαιτούν ψυχαναγκαστική συμπεριφορά για να αντιμετωπιστούν. Επομένως, με αυτό τον τρόπο το άτομο, μακροχρόνια, τρέφει και συντηρεί τις ιδεοληψίες επειδή ακριβώς καταλήγει να πιστεύει ότι η αποφυγή της συγκεκριμένης καταστροφής έχει επιτευχθεί μέσω του ψυχαναγκασμού του (δηλαδή το άτομο πιστεύει ότι το σπίτι δεν κάηκε λόγω των δέκα ελέγχων που του έκανε).

Ο τρόπος για να αποδεσμευθεί κάποιος από τον φαύλο κύκλο που δημιουργεί αυτή η κατάσταση είναι να αντισταθεί στην έντονη επιθυμία για ψυχαναγκασμό και να δώσει στον εαυτό του την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι δεν θα συμβεί το γεγονός που σχετίζεται με την ιδεοληψία του. Π.χ. το άτομο που σκέφτεται ότι θα καεί το σπίτι του και για να αντιμετωπίσει αυτή τη σκέψη ελέγχει δέκα φορές, αν θέλει να αποδεσμευθεί από την ιδεοληψία πρέπει να αρκεστεί σε ένα και μοναδικό έλεγχο των ηλεκτρικών και να υπομείνει το άγχος που θα του προκαλέσει η αντίσταση αυτή. Μακροχρόνια, το άγχος και οι παρορμήσεις θα περιορίζονται, αφού θα μπορεί το άτομο να ανατρέξει στις προηγούμενες φορές που διαπίστωσε ότι δεν συνέβη η καταστροφή που φοβόταν.

Dr. Εύα Κωνσταντινίδη, Κλινική Ψυχολόγος

Άγχος για οικογένεια στις νέες γυναίκες

Η Άννα, 33 ετών, ελεύθερη, μένει μόνη, επαγγελματικά αποκατεστημένη. Παρουσιάζει κρίσεις πανικού με ιδεοληψίες (εμμονές). Η Κατερίνα, 29 ετών, σε μακροχρόνια σχέση που προγραμματίζεται να οδηγήσει σε γάμο, συζεί, δεν εργάζεται. Παρουσιάζει διαταραχή πανικού.

Τι κοινό έχουν αυτές οι δυο περιπτώσεις πέραν της αγχώδους διαταραχής που βιώνουν; Είναι και οι δυο νεαρές γυναίκες και οι ανησυχίες τους σχετίζονται με το θέμα της οικογενειακής αποκατάστασης.

Στην Άννα υπάρχει η επιθυμία αλλά δεν υπάρχει η δυνατότητα, λόγω περιορισμένου κοινωνικού κύκλου γνωριμιών με το αντίθετο φύλο. Άρα σε αυτή την περίπτωση υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στο «θέλω» και στη δυνατότητα (δηλαδή το κατά πόσο μπορώ).

Στην Κατερίνα υπάρχει η πίεση από τον περίγυρο να προχωρήσει σε γάμο, αλλά δεν υπάρχει η επιθυμία της ίδιας, η οποία θέλει να καθυστερήσει τον γάμο για να δοκιμάσει τον εαυτό της στον επαγγελματικό χώρο και γενικότερα να ζήσει ανέμελα για μερικά ακόμα χρόνια. Άρα εδώ έχουμε σύγκρουση ανάμεσα στο «θέλω» και στο πρέπει.

Η αγωνία για τη δημιουργία οικογένειας

Ο προβληματισμός που πηγάζει από τα δυο παραπάνω παραδείγματα είναι το κατά πόσο συνδέονται η αγωνία της οικογενειακής αποκατάστασης με τις διαταραχές άγχους στις νεαρές γυναίκες. Δηλαδή, κατά πόσο η αγωνία μιας νεαρής γυναίκας σήμερα να αποκατασταθεί οικογενειακά, είτε επειδή το θέλει ή επειδή νομίζει ότι της επιβάλλεται, είναι δυνατόν να οδηγήσει σε διαταραχή άγχους.

Το άγχος, είναι μια συνήθης ψυχολογική κατάσταση την οποία κατά διαστήματα βιώνουμε όλοι. Το άγχος φτάνει στο επίπεδο της διαταραχής όταν πλέον γίνεται τόσο έντονο που επηρεάζει την δυνατότητα του ατόμου να ανταπεξέλθει σε επαγγελματικές, οικογενειακές και κοινωνικές υποχρεώσεις. Υπάρχουσες έρευνες υποστηρίζουν ότι οι διαταραχές άγχους παρουσιάζονται κατά 2-3 φορές πιο συχνά στις γυναίκες από ότι στους άντρες.

Οι πολλοί ρόλοι της γυναίκας

Είναι επίσης γεγονός ότι οι γυναίκες σήμερα έχουν την δυνατότητα να διεκδικούν περισσότερους ρόλους από ότι στο παρελθόν, όπως της εργαζόμενης, της συντρόφου, της μητέρας κ.λπ.  Αυτή η δυνατότητα σαφώς καθιστά την γυναίκα πιο ανεξάρτητη. Δημιουργεί όμως και περισσότερες απαιτήσεις από την ίδια την γυναίκα για τον εαυτό της. Αλλά και η κοινωνία πλέον απαιτεί περισσότερα πράγματα από μια γυναίκα του σήμερα. Ο συνδυασμός αυτός έχει ως αποτέλεσμα, μια γυναίκα να θεωρείται κοινωνικά ολοκληρωμένη, αλλά και να θεωρεί η ίδια τον εαυτό της ολοκληρωμένο, όταν μπορεί να υποστηρίξει αυτούς τους πολλούς διαφορετικούς ρόλους. Έρευνες  δείχνουν ότι η ψυχική υγεία των γυναικών που υιοθετούν περισσότερους κοινωνικούς ρόλους είναι καλύτερη από αυτή των γυναικών που έχουν περιορισμένους ρόλους.

Τι είναι αυτό που οδηγεί μια γυναίκα που έχει πολλαπλούς ρόλους να είναι λιγότερο ευάλωτη ψυχολογικά;

  • αυξημένη πρόσβαση σε κοινωνικές επαφές,
  • οικονομική ανεξαρτησία,
  • αυτοεκτίμηση,
  • κύρος και επιρροή και
  • αίσθηση δημιουργικότητας.

Οι νεαρές γυναίκες του σήμερα, στην πλειοψηφία τους φαίνονται να επιδιώκουν να αναλάβουν πολλούς ρόλους. Επιδιώκουν αφενός να εξελιχθούν επαγγελματικά αλλά και να δημιουργήσουν κάποια στιγμή οικογένεια. Με αυτή την προσδοκία είναι δυνατόν σε κάποιες περιπτώσεις, η οικογενειακή αποκατάσταση να δημιουργεί άγχος.

Άγχος αποκατάστασης

Το άγχος αποκατάστασης μπορεί να έχει δυο μορφές. Είτε να σχετίζεται με το γεγονός ότι κάποιες γυναίκες επιθυμούν να αποκατασταθούν αλλά δυσκολεύονται να βρουν τον κατάλληλο σύντροφο, είτε να σχετίζεται με το γεγονός ότι κάποιες γυναίκες καταπιέζουν τα «θέλω» τους, προκειμένου να δημιουργήσουν οικογένεια και να εκπληρώσουν και αυτό τον ρόλο που η φύση και η κοινωνία τους προτάσσουν.

Το θέμα του παιδιού

Ειδικά στο τελευταίο θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι πέραν των κοινωνικών επιταγών και των προσωπικών «θέλω» μιας γυναίκας, υπάρχει και ο αντικειμενικός, βιολογικός παράγοντας της περιορισμένης διάρκειας της γονιμότητας μιας γυναίκας. Η προκαθορισμένη περίοδος γονιμότητας  υπενθυμίζει στην γυναίκα ότι η δυνατότητα για τεκνοποίηση δεν είναι απεριόριστη.  Επομένως, καλείται  σε κάποια φάση της νεαρής ενήλικης ζωής της να αξιολογήσει τις προοπτικές που της δίνονται για οικογενειακή αποκατάσταση και προσωπική/επαγγελματική ανάπτυξη και να προσπαθήσει να βρει μια ισορροπία μέσα σε αυτές τις πεπερασμένες δυνατότητες.

Όταν λοιπόν αναφερόμαστε σε αγχώδεις διαταραχές στον πληθυσμό των ανύπαντρων γυναικών που ανήκουν στην αναπαραγωγική ηλικία των 26-45 ετών, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη αν τα συμπτώματα άγχους σχετίζονται και με το θέμα της οικογενειακής αποκατάστασης.

Dr. Εύα Κωνσταντινίδη, Κλινική Ψυχολόγος

Ο Ρόλος του Ψυχολόγου και η Ψυχολογική Παρέμβαση

Ο Ψυχολόγος είναι επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη της σκέψης, της νοητικής λειτουργίας, του συναισθήματος και της συμπεριφοράς του ανθρώπου σε όλα τα αναπτυξιακά του στάδια.  Μπορεί να ασχοληθεί με την έρευνα, την κλινική πράξη, την εκπαίδευση και το ανθρώπινο δυναμικό.  Ο Ψυχολόγος μετά τις βασικές του σπουδές συνεχίζει σπουδές σε μεταπτυχιακό ή διδακτορικό επίπεδο, όπου επιλέγει και την ειδίκευσή του.  Οι πιο γνωστές ειδικότητες του κλάδου της ψυχολογίας είναι οι εξής: Κλινική Ψυχολογία, Νευροψυχολογία, Ψυχολογία Υγείας, Σχολική Ψυχολογία, Κοινωνική Ψυχολογία, Δικαστική Ψυχολογία, Αθλητική Ψυχολογία και Ψυχολογία Επιχειρήσεων.

Στην κλινική πράξη ο ψυχολόγος κάνει ψυχολογική αξιολόγηση και παρέχει ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις σε ατομικό, οικογενειακό ή ομαδικό επίπεδο. Κατά την αξιολόγηση ο ψυχολόγος καλείται να συλλέξει πληροφορίες προκειμένου να διαπιστώσει το μέγεθος των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο θεραπευόμενος.  Η ψυχολογική αξιολόγηση γίνεται μέσα από την συνέντευξη/συζήτηση με τον πελάτη αλλά και την συμπλήρωση ειδικών ψυχομετρικών ερωτηματολογίων.  Η ψυχολογική αξιολόγηση οδηγεί στη συνέχεια, στο σχεδιασμό της θεραπείας ή της συμβουλευτικής παρέμβασης, πάντα με την σύμφωνη γνώμη του ενδιαφερόμενου.

Οι ψυχολόγοι, δεν χορηγούν φαρμακευτική αγωγή. Σε κάποιες κλινικές περιπτώσεις, όμως, οι έρευνες δείχνουν  ότι υπάρχουν καλύτερα αποτελέσματα όταν συνδυάζεται η ψυχοθεραπεία/ψυχολογική υποστήριξη με φαρμακευτική αγωγή. Σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει συνεργασία με ψυχίατρο ή παιδοψυχίατρο.

Βασική προϋπόθεση για μια επιτυχημένη ψυχολογική παρέμβαση είναι η καλή συνεργασία του ατόμου ή της οικογένειας με τον θεραπευτή ψυχολόγο. Η καλή συνεργασία βασίζεται στη συνέπεια που πρέπει να επιδείξουν και οι δύο πλευρές αλλά και στο «χτίσιμο» μιας καλής θεραπευτικής σχέσης που βοηθά τον θεραπευόμενο να εμπιστευτεί και να νιώσει ασφαλής μέσα στο συγκεκριμένο θεραπευτικό πλαίσιο.  Κάθε συνεδρία με τον ψυχολόγο διέπεται από το απόρρητο, το οποίο μπορεί να εξαιρεθεί μόνο στην περίπτωση που υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι ο θεραπευόμενος σκοπεύει να προκαλέσει κακό στον εαυτό του ή σε κάποιον άλλον.

Οι συνεδρίες διαρκούν 50-60 λεπτά και συνήθως πραγματοποιούνται μια φορά την εβδομάδα (πιο αραιά ή πιο συχνά ανάλογα με το θέμα που απασχολεί τον θεραπευόμενο).  Η διάρκεια της θεραπείας ποικίλει ανάλογα με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το κάθε άτομο. Ο στόχος μας όμως είναι να βοηθήσουμε τον θεραπευόμενο να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις το συντομότερο δυνατό, να αυτονομηθεί και τελικά να γίνει εκείνος ο “θεραπευτής” του εαυτού του .

Dr. Εύα Κωνσταντινίδη, Κλινική Ψυχολόγος

Συμβουλευτική Γονέων

Το να γίνει κανείς γονέας θεωρείται μια κατάσταση που σε μεγάλο βαθμό υποκινείται από βιολογικές διαδικασίες και ένστικτα και δεν χρειάζεται εξειδικευμένες γνώσεις. Άλλωστε αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά δεν θα είχε επιβιώσει το ανθρώπινο είδος ανά τους αιώνες.  Η παραπάνω παραδοχή όμως τείνει να μην καλύπτει τις ανάγκες της σύγχρονης εποχής όπου οι κοινωνίες μας έχουν γίνει πιο περίπλοκες, ο κόσμος είναι πιο ενημερωμένος και συνεπώς οι ψυχοσυναισθηματικές ανάγκες του ανθρώπινου είδους έχουν αλλάξει.

Σε παλαιότερες κοινωνίες το πρώτο μέλημα ήταν η επιβίωση και η ασφάλεια. Στις μέρες μας ο γονιός αξιώνει να προσφέρει στο παιδί του πολλά παραπάνω από την επιβίωση και την ασφάλεια. Έννοιες όπως  συναισθηματική πληρότητα,  αυτοπεποίθηση, δημιουργικότητα και ποιότητα ζωής έχουν κυριαρχήσει και αποτελούν  στόχους που θέτουν οι γονείς για την συναισθηματική υγεία των παιδιών τους. Όταν τα πράγματα βαίνουν ομαλώς και υπάρχουν και οι κατάλληλες συνθήκες οι γονείς δεν δυσκολεύονται να φτάσουν τους παραπάνω στόχους. Μπορεί να απευθυνθούν σε ειδικούς προκειμένου να βελτιώσουν τις πρακτικές τους  ως γονείς αλλά αυτό δεν χρήζεται αναγκαίο.

Γενικότερα, η συμβουλευτική παρέχει στον ενδιαφερόμενο υποστήριξη, καθοδήγηση, ενθαρρύνει την αυτοβοήθεια, και στοχεύει στην ανάπτυξη δεξιοτήτων προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να επιλύσει ζητήματα που αφορούν σε σχέσεις, επικοινωνία ή στην προσαρμογή του σε δυσκολίες.

Εκεί που η συμβουλευτική γονέων κρίνεται απαραίτητη είναι όταν διαφαίνεται κάποιο πρόβλημα στο παιδί ή στο οικογενειακό περιβάλλον.  Για παράδειγμα, όταν ένα παιδί αντιμετωπίζει προβλήματα με την ψυχοκοινωνική του εξέλιξη, με την υγεία του ή με τη συμπεριφορά του, αρκετοί γονείς βρίσκουν τους εαυτούς τους αντιμέτωπους με συναισθήματα θυμού, θλίψης και απελπισίας, άγχους και αγωνίας καθώς και δυσκολίας να ανταπεξέλθουν στους πολλαπλούς τους ρόλους, λόγω του ότι έχουν καταβληθεί οι ίδιοι ψυχολογικά και σωματικά, στην προσπάθεια τους να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες του παιδιού τους.

Οι γονείς πολλές φορές πιστεύουν ότι αν δοθούν οι κατάλληλες θεραπείες στο παιδί τους όλα θα βελτιωθούν.  Στην πραγματικότητα αυτό δεν φαίνεται να επαρκεί και για διάφορους λόγους, που εξηγούνται παρακάτω, κρίνεται αναγκαία, παράλληλα με υποστήριξη που παρέχεται στο παιδί, να γίνεται και συμβουλευτική γονέων.

Για παράδειγμα, σε πολλές περιπτώσεις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά όπως φοβίες, νυχτερινή ενούρηση ή τραυλισμός ενεργοποιούνται και συντηρούνται από οικογενειακούς παράγοντες, δηλαδή από αντιδράσεις/συμπεριφορές των γονέων που μιμούνται τα παιδιά, πρακτικές διαπαιδαγώγησης που ακολουθούν οι γονείς, συγκρούσεις στην οικογένεια κλπ. Σε αυτές τις περιπτώσεις για να βοηθηθεί το παιδί που αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα θα πρέπει να δοθεί συμβουλευτική υποστήριξη και στους γονείς. Η παρέμβαση στοχεύει στο να βοηθηθούν οι γονείς, σε πρώτη φάση, να εντοπίσουν τους παράγοντες που επηρεάζουν την κατάσταση του παιδιού τους και στη συνέχεια να ακολουθήσουν διάφορους τρόπους για να επιφέρουν θετικές αλλαγές, που θα βελτιώσουν την οικογενειακή ατμόσφαιρα και εν τέλει το  πρόβλημα του παιδιού, για το οποίο αρχικά ζήτησαν βοήθεια.

Ένας άλλος λόγος για τον οποίο μπορεί οι γονείς να χρειαστούν συμβουλευτική και ψυχολογική υποστήριξη είναι το ότι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω μπορεί οι ίδιοι να έχουν καταβληθεί ψυχολογικά από το πρόβλημα του παιδιού τους και για αυτό να έχουν ανάγκη να μιλήσουν για τα συναισθήματα τους και τις δικές τους ψυχολογικές δυσκολίες.  Αν οι γονείς δεν δυναμώσουν  ψυχολογικά δεν θα είναι σε θέση να βοηθήσουν και να υποστηρίξουν το παιδί τους.

Σε άλλες περιπτώσεις οι γονείς μπορεί να βοηθηθούν από την συμβουλευτική για να υποστηρίξουν τα άλλα παιδιά που έχουν και να προλάβουν δυσάρεστες εξελίξεις λόγω του ότι σε άλλη περίπτωση θα είχαν ρίξει το βάρος της φροντίδας τους στο παιδί που «πάσχει».  Άλλες καταστάσεις στις οποίες η συμβουλευτική γονέων φαίνεται χρήσιμη είναι σε περιπτώσεις χωρισμού/διαζυγίου η απώλειας από θάνατο ενός μέλους της οικογένειας.

Dr. Εύα Κωνσταντινίδη, Κλινική Ψυχολόγος

Ψυχολογικά Προβλήματα στα Παιδιά

Τα παιδιά δεν είναι απλά «μικροί ενήλικες». Μπορεί σωματικά να φαίνονται ως μικρογραφίες ενηλίκων αλλά διαφέρουν στο ότι  συναισθηματικά είναι πιο ανώριμα, καθώς η κοινωνική και νοητική τους ανάπτυξη βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Επομένως, για τα παιδιά είναι πολύ δύσκολο  να καταλάβουν και να αναφέρουν τα ίδια ότι αντιμετωπίζουν ψυχολογικά προβλήματα. Για αυτό το λόγο, η ευθύνη της διαπίστωσης ότι κάτι δεν πάει καλά πέφτει στους γονείς.

Δυστυχώς, διεθνείς έρευνες δείχνουν ότι πολλές φορές οι γονείς ή οι κηδεμόνες υποτιμούν τις ψυχολογικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους, θεωρώντας ότι η ελλιπής κατανόησή τους για τις καταστάσεις και τις συνθήκες που βιώνουν τα καθιστά ψυχολογικά ανεπηρέαστα και ανθεκτικά.   Συνεπώς, ένα μεγάλο ποσοστό των παιδιών που αντιμετωπίζουν ψυχολογικές δυσκολίες δεν έρχεται σε επαφή με υπηρεσίες  ψυχικής υγείας. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι για αρκετές ψυχικές διαταραχές η ηλικία εμφάνισης των πρώτων συμπτωμάτων είναι  ανάμεσα στο 13ο με 25ο έτος της ηλικίας του ατόμου, ενώ κάποιες άλλες διαταραχές μπορούν να εντοπιστούν  πριν την ηλικία των 7 ετών.

Είναι πολύ σημαντικό οι γονείς να παρατηρούν τις συμπεριφορές και συνήθειες των παιδιών τους και σε περίπτωση που εντοπίσουν μη δικαιολογημένες αλλαγές στην συμπεριφορά του παιδιού τους ή συμπεριφορές που δεν θεωρούνται συνηθισμένες για την ηλικία που βρίσκεται το παιδί, να απευθύνονται άμεσα σε ειδικούς ψυχικής υγείας.

Οι βασικοί λόγοι για τους οποίους συστήνεται η παρέμβαση κατά την παιδική και εφηβική ηλικία είναι οι εξής:

α) Αν δεν αντιμετωπιστούν οι ψυχολογικές δυσκολίες που εμφανίζονται κατά την παιδική ηλικία, υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να γίνουν χρόνιες και να συνεχίσουν να ταλαιπωρούν το άτομο  και στην ενήλικη ζωή του.  Για παράδειγμα, σύμφωνα με έρευνες ενήλικες με διάγνωση αγχώδους διαταραχής συνήθως έπασχαν από διαταραχή άγχους ως παιδιά και παιδιά που έμαθαν να είναι αντικοινωνικά επιθετικά και δεν δέχτηκαν κάποια ψυχοκοινωνική θεραπεία ως παιδιά, σε ένα μεγάλο ποσοστό παρέμειναν επιθετικά και ως ενήλικες.

β)  Ένα σοβαρό ψυχολογικό πρόβλημα κατά την παιδική ηλικία, ακόμα και αν είναι παροδικό, μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για το παιδί και το μέλλον του επειδή μπορεί να επηρεάσει αρνητικά και να καθυστερήσει την γενικότερη ανάπτυξή του (σωματική, νοητική, κοινωνική και συναισθηματική) και τις μαθησιακές του δεξιότητες. Με αποτέλεσμα το παιδί να χάσει πολύτιμο χρόνο από τις εκπαιδευτικές και άλλες δραστηριότητές του, που να μην μπορεί να αναπληρώσει αργότερα.

Τα πρώτα χρόνια της ζωής ενός ανθρώπου είναι πολύ σημαντικά για την μετέπειτα προσαρμογή του και  δυσκολίες κατά την παιδική ηλικία αποτελούν προάγγελο  δυσπροσαρμοστικότητας κατά την ενήλικη ζωή. Σε αυτό φαίνεται να συμφωνούν σχεδόν όλοι οι επιστήμονες ψυχική υγείας και γι΄αυτό προτείνουν στους γονείς να μην καθυστερούν να απευθυνθούν στους ειδικούς από τη στιγμή που διαπιστώνουν ότι το παιδί τους αντιμετωπίζει κάποια δυσκολία.

Dr. Εύα Κωνσταντινίδη, Κλινική Ψυχολόγος

Παιδί και Διαζύγιο

Οι γονείς που πρόκειται να χωρίσουν συχνά ανησυχούν για το κατά πόσο το διαζύγιο/χωρισμός θα επιβαρύνει τα παιδιά τους. Οι έρευνες δείχνουν ότι δεν είναι το διαζύγιο αυτό κάθε αυτό που μπορεί να δημιουργήσει κοινωνικοψυχολογικές δυσκολίες στα παιδιά, αλλά το πώς οι ίδιοι οι γονείς διαχειρίζονται το διαζύγιο. Αν το διαζύγιο ή ο χωρισμός οδηγήσει στην απουσία του ενός από τους δύο γονείς από την ανατροφή του παιδιού, σε οικονομική δυσπραγία του γονέα που έχει την επιμέλεια του παιδιού και σε διαμάχες ανάμεσα στους πρώην συζύγους, τότε αυξάνονται οι πιθανότητες το παιδί να αντιμετωπίσει προβλήματα κατά την προσαρμογή του στην νέα οικογενειακή δομή αλλά και στη γενικότερη ψυχολογική του ανάπτυξη.

Οι έρευνες στα παιδιά γονέων που έχουν χωρίσει σε σύγκριση με παιδιά που ζουν και με τους δύο γονείς παρουσιάζουν ενδιαφέροντα ευρήματα σχετικά με το κατά πόσο το διαζύγιο επιδρά αρνητικά. Όταν οι έρευνες επικεντρώσουν στις άμεσες συνέπειες του διαζυγίου τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες παιδιών είναι μικρές αλλά σημαντικές και τείνουν να μειώνονται με την πάροδο του χρόνου καθώς οι σχέσεις των γονέων εξομαλύνονται και τα παιδιά προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες. Όταν όμως τα παιδιά αυτά που έχουν βιώσει διαζύγιο μελετούνται και κατά την ενηλικίωσή τους, φαίνεται πως ο χωρισμός των γονέων, αν δεν έχει ακολουθήσει ήπιες και συναινετικές διαδικασίες, μπορεί να αφήσει ένα σημαντικό αποτύπωμα που να επηρεάζει διάφορους τομείς της ενήλικης ζωής τους.

 Βραχυπρόθεσμες συνέπειες

Όταν υπάρχουν δυσκολίες προσαρμογής στον χωρισμό των γονέων, οι πιο συνηθισμένες αλλαγές στην συμπεριφορά των παιδιών την περίοδο μετά το διαζύγιο (κυρίως τα πρώτα 2 χρόνια) αποτελούν η επιθετική/ αντιδραστική συμπεριφορά (με τα αγόρια να παρουσιάζουν τα προβλήματα συμπεριφοράς για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα) και τα συμπτώματα άγχους, απομόνωσης και γενικότερης χαμηλής διάθεσης. Λόγω των παραπάνω, είναι λογικό στα παιδιά σχολικής ηλικίας να παρατηρείται και έκπτωση στις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις. Στα παιδιά προσχολικής ηλικίας μπορεί να παρατηρηθεί επιστροφή σε προγενέστερα στάδια εξέλιξης (π.χ. το παιδί αρχίζει πάλι να βρέχεται πάνω του) καθώς και ένταση κάποιων φόβων (π.χ. για το σκοτάδι). Τα παιδιά μπορεί επίσης, να φοβούνται πιθανή εγκατάλειψη και να νομίζουν ότι οι γονείς τους χώρισαν επειδή εκείνα έκαναν κάτι κακό. Διαταραχές στον ύπνο είναι επίσης, συχνές.

 Μακροπρόθεσμες συνέπειες

Οι ενήλικες που ως παιδιά βίωσαν ένα «δύσκολο» διαζύγιο τείνουν σε μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με τους ενήλικες που δεν έχουν βιώσει ένα διαζύγιο ή έχουν βιώσει ένα «καλό» διαζύγιο να υστερούν σε μόρφωση, σε εισόδημα, να αποκτούν παιδί εκτός γάμου, και/ή ο γάμος τους να καταλήγει πιο συχνά σε διαζύγιο. Επίσης, ως ενήλικες τα παιδιά αυτά δείχνουν πιο επιφυλακτικά στις σχέσεις.

Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς για να προετοιμάσουν τα παιδιά τους και να τα βοηθήσουν να βιώσουν το διαζύγιο όσο πιο ανώδυνα γίνεται?

  • Να συνειδητοποιήσουν ότι όσο έντονες και αν είναι οι διαφορές τους θα πρέπει να τις εξομαλύνουν προκειμένου να διατηρήσουν ικανοποιητική επικοινωνία και συνεργασία για τα θέματα των παιδιών.
  • Να είναι και οι δύο παρόντες όταν ανακοινώνουν στα παιδιά τον επικείμενο χωρισμό και να τα διαβεβαιώνουν ότι δεν οφείλεται σε αυτά ο χωρισμός τους και ότι θα συνεχίσουν να τα αγαπούν.
  • Να φροντίζουν από κοινού για τις ανάγκες των παιδιών τους με στόχο να μην αλλάξουν προς το χειρότερο οι συνθήκες διαβίωσης των παιδιών.
  • Να διασφαλίζονται οι συχνές συναντήσεις ή η επικοινωνία με τον γονέα που δεν έχει την επιμέλεια.
  • Να προσπαθήσει ο γονέας που έχει την επιμέλεια να διατηρήσει τις καθημερινές συνήθειες του παιδιού, που θα του προσφέρουν μια σταθερότητα σε μια περίοδο έντονων αλλαγών.
  • Να δείχνουν κατανόηση σε τυχόν δύσκολη συμπεριφορά των παιδιών αλλά παράλληλα να συνεχίσουν να οριοθετούν συμπεριφορές και συνήθειες των παιδιών.
  • Να μην επιφορτίσουν τα παιδιά με ευθύνες που δεν αρμόζουν στην ηλικία τους.

Dr. Εύα Κωνσταντινίδη, Κλινική Ψυχολόγος

Διαταραχές Λόγου και Ομιλίας

Οι περισσότερες γλωσσικές διαταραχές εντοπίζονται κατά την προσχολική ηλικία και ιδιαίτερα κατά την είσοδο του παιδιού στο σχολείο. Το 3-5% των παιδιών που φοιτούν στο σχολείο παρουσιάζουν διαταραχές του λόγου και χρειάζονται ειδική θεραπευτική αγωγή.

Στο ιστορικό των παιδιών αυτών μπορούμε να μάθουμε ότι άργησαν να μιλήσουν. Αργούν να πουν μαμά – μπαμπά, αργούν να μάθουν λέξεις, αργούν να κάνουν προτάσεις, το χρησιμοποιούμενο συντακτικό και γραμματική μένουν πίσω για την ηλικία, συχνά η ομιλία δεν είναι ευκρινής. Υπάρχουν διάφορες βαρύτητες της καθυστέρησης του λόγου. Οι ελαφρές μορφές ανακαλύπτονται εύκολα αν χρησιμοποιηθεί τεστ εκτίμησης λόγου, αλλά δεν γίνονται εύκολα αντιληπτές κατά την έναρξη του δημοτικού. Όταν όμως το παιδί προχωρήσει σε μεγαλύτερες τάξεις, βρίσκεται σε δυσχερέστατη θέση. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να ανιχνεύονται με ειδικά τεστ έγκαιρα (και προληπτικά) διαταραχές του λόγου.

Παιδιά που έχουν έντονη καθυστέρηση λόγου φαίνονται νωρίς και οι γονείς τα πηγαίνουν έγκαιρα για διάγνωση και θεραπεία. Tα παιδιά που έχουν ελαφρά καθυστέρηση του λόγου παραμελούνται και δεν αναγνωρίζoνται πολύ συχνά. Έτσι αν πρέπει να διαβάζουν και να γράφουν, έχουν τεράστιες δυσκολίες.

 

Διαταραχές του Λόγου

Οι διαταραχές του λόγου περιλαμβάνουν δυσκολίες στην κατανόηση, στην έκφραση ή στη χρήση του λόγου. Οι δυσκολίες αυτές, μπορεί να επηρεάζουν το περιεχόμενο, δηλαδή τις έννοιες ή το λεξιλόγιο, τη μορφή, δηλαδή τη σύνταξη, μορφολογία, γραμματική, φωνολογία και τη σωστή χρήση, δηλαδή κατά πόσο ο λόγος που χρησιμοποιείται είναι κατάλληλος για τη συγκεκριμένη επικοινωνιακή στιγμή. Οι δυσκολίες αυτές διαχωρίζονται στις πιο κάτω κατηγορίες:

Γενική καθυστέρηση στην εξέλιξη του λόγου: Το παιδί παρουσιάζει μια αργοπορία στην εξέλιξη του λόγου σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Η αργοπορία αυτή επηρεάζει όλους του τομείς του λόγου, λεξιλόγιο, γραμματική, κατανόηση.

Ειδική Γλωσσική Διαταραχή: Είναι μία αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από αργό ρυθμό γλωσσικής ανάπτυξης και έχει ως βασικό χαρακτηριστικό την έντονη δυσκολία στη χρήση των λειτουργικών μορφημάτων π.χ. άρθρα , προθέσεις και της γραμματικής μορφολογίας π.χ. καταλήξεις. Παρουσιάζεται σε ποσοστό 7% του πληθυσμού.

Μαθησιακές Δυσκολίες: Μία μεγάλη ομπρέλα δυσκολιών που συμπεριλαμβάνει σωρεία δυσκολιών στη μάθηση του παιδιού, π.χ. Ειδική Μαθησιακή Δυσκολία/Δυσλεξία, αναγνωστικές δυσκολίες, δυσκολίες στην ανάπτυξη του γραπτού λόγου, γενικευμένες μαθησιακές δυσκολίες κ.ο.κ.

 

Διαταραχές Ομιλίας

Οι διαταραχές της ομιλίας μπορεί να επηρεάσουν την  ικανότητα του συνδυασμού των ήχων για την άρθρωση των λέξεων, την ποιότητα της φωνής και τον ομαλό ρυθμό.

Διαταραχή της Άρθρωσης: Είναι η δυσκολία στη σωστή παραγωγή των ήχων που έχει ως αποτέλεσμα τη μη κατανοητή- δυσνόητη ομιλία.

Φωνολογική Διαταραχή: Έχει ως χαρακτηριστικό τη λανθασμένη αποτύπωση των φωνολογικών κανόνων, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται ομάδες ήχων. Η διαταραχή  αυτή εκδηλώνεται με πολλαπλές αλλοιώσεις, παραλείψεις και μεταθέσεις ήχων και συλλαβών.

Δυσαρθρία: Διαταραχή η  οποία σχετίζεται με την έλλειψη συντονισμού μεταξύ της αναπνοής, της άρθρωσης, της φώνησης και της προσωδίας.

Απραξία: Διαταραχή η οποία σχετίζεται με δυσκολίες στον προγραμματισμό, στη συντονισμένη και με ακρίβεια εκτέλεση των αρθρωτικών κινήσεων.

Τραυλισμός: Είναι η διαταραχή στη ροή της ομιλίας με επαναλήψεις ήχων, συλλαβών, λέξεων, ακατάλληλες παύσεις και επιμακρύνσεις ήχων.

Φωνητικές Διαταραχές/Δυσφωνίες:  Είναι οι διαταραχές που σχετίζονται με την οποιαδήποτε αλλαγή στην ποιότητα της φωνής του ατόμου. Οι αλλαγές αυτές ενδέχεται να επηρεάσουν τον τόνο, την ένταση ή και την ποιότητα της φωνής και μπορεί να οφείλονται σε λειτουργικούς, παθολογικούς, νευρολογικούς ή ψυχολογικούς λόγους.

 

Τα πιθανά αίτια των διαταραχών του λόγου και της ομιλίας

Τα πιθανά αίτια των διαταραχών του λόγου και της ομιλίας μπορούν να διαχωριστούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες, στα οργανικά και μη οργανικά-περιβαλλοντικά.

Οργανικά Αίτια:

  • Λειτουργικά προβλήματα των οργάνων της άρθρωσης
  • Ανατομικές δυσπλασίες π.χ προγναθισμός ή οπισθιγναθισμός, σχιστίες χείλους ή υπερώας
  • Προβλήματα ακοής
  • Εγκεφαλικά επεισόδια
  • Εγκεφαλική παράλυση ή άλλες νευρολογικές παθήσεις
  • Κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις
  • Νοητική Καθυστέρηση
  • Παθολογίες του λάρυγγα π.χ. φωνητικά κομβία, πολύποδες

Ψυχολογικά και Κοινωνικά Αίτια:

  • χαμηλό κοινωνικό ή/και μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας,
  • μεγάλος αριθμός παιδιών,
  • δυσμενείς οικονομικές συνθήκες,
  • έλλειψη κινήτρων, ενδιαφέροντος και ευκαιριών για συζήτηση
  • Επίσης διαταραχές στο λόγο συναντούμε εξαιτίας συναισθηματικών ή ψυχογενών αιτίων, κακών γλωσσικών προτύπων, υπερπροστατευτικότητας, αυστηρότητας των γονέων, υπερβολικών απαιτήσεων και άγχους.

 

Είναι πιθανή η  συχνή υποχώρηση των προβλημάτων αυτών μέχρι την ηλικία των έξι περίπου ετών. Ωστόσο  οι γονείς καλό θα ήταν να αναζητήσουν τη βοήθεια και τις συμβουλές του ειδικού ώστε να κατανοήσουν την καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου και να βεβαιωθούν ότι λειτουργούν με τρόπο που βοηθά αποτελεσματικά τη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού τους.

Άρτεμις Σπυροπούλου, Λογοθεραπεύτρια

Διάσπαση Προσοχής (ΔΕΠ-Υ)

Η διάσπαση προσοχής ή απροσεξία, δηλαδή η δυσκολία ενός παιδιού να παραμείνει συγκεντρωμένο σε μια δραστηριότητα με την οποία καλείται να ασχοληθεί, είναι μια κατάσταση την οποία συναντάμε συχνά σε παιδιά σχολικής ηλικίας. Πολλές φορές συνοδεύεται και από υπερκινητικότητα, καθώς και από δυσκολία ελέγχου των παρορμήσεων. Πολύ συχνά συνυπάρχει με κάποια μορφή δυσκολίας μάθησης. Μπορεί επίσης να συνοδεύεται και από, μικρότερου ή μεγαλύτερου βαθμού, δυσκολία στην επικοινωνία.

Ειδικότερα όσον αφορά στη συνύπαρξη της απροσεξίας με την υπερκινητικότητα-παρορμητικότητα, διακρίνουμε τρεις καταστάσεις, ανάλογα με το εάν κάποια από τις δύο δυσκολίες παρουσιάζεται εντονότερη. Έτσι, κάποια παιδιά εμφανίζουν κυρίως απροσεξία, άλλα κυρίως υπερκινητικότητα-παρορμητικότητα, και κάποια παρουσιάζουν εξίσου συμπτώματα και των δύο τύπων.

Τα παιδιά που εμφανίζουν διάσπαση προσοχής παρουσιάζουν κυρίως:

  • Δυσκολία στο να «απομονώνουν» τα ερεθίσματα που είναι σχετικά με τη δραστηριότητα με την οποία πρέπει να ασχοληθούν. Για την ακρίβεια, φαίνεται να παρατηρούν και να «προσέχουν» όλα τα πράγματα ταυτόχρονα. Για παράδειγμα, «προσέχουν» εξίσου το κείμενο που καλούνται να διαβάσουν και τα μολύβια που βρίσκονται στη μολυβοθήκη δίπλα τους. Στην τάξη ακούν και παρατηρούν με την ίδια ένταση τη δασκάλα που τους μιλά και το χτένισμα του κοριτσιού που κάθεται μπροστά τους.
  • Δυσκολία στη μετάβαση από τη μια κατάσταση/δραστηριότητα στην άλλη. Δυσκολεύονται αρκετά στο να επανασυντονίσουν την προσοχή τους σε μια δραστηριότητα που ακολουθεί αυτή που έχουν μόλις ολοκληρώσει.
  • Δυσκολία στο να παραμείνουν συγκεντρωμένα για αρκετό, για την ηλικία τους, χρονικό διάστημα (δηλαδή έχουν μικρή διάρκεια προσοχής, ενώ κουράζονται γρήγορα όταν ασχολούνται με δραστηριότητες που απαιτούν πνευματική ένταση). Πριν την εφαρμογή κατάλληλου προγράμματος παρέμβασης, ένα παιδί με διάσπαση προσοχής – ειδικά αν φοιτά στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού – μπορεί να έχει διάρκεια συγκέντρωσης που δεν ξεπερνά τα 5 λεπτά.
  • Δυσκολία στο να θυμούνται τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντά τους. Έτσι, συχνά λείπουν από τη σχολική τους τσάντα βιβλία, τετράδια ή άλλα είδη απαραίτητα για την επόμενη μέρα. Επίσης, πολλές φορές παραλείπουν να ενημερώσουν τους γονείς τους για κάτι σημαντικό που πρόκειται να γίνει στο σχολείο (π.χ. μια εκδρομή, συνάντηση με τη δασκάλα κ.λπ.), ακόμη και όταν τους έχει δοθεί ενημερωτικό έγγραφο για το θέμα αυτό. Πολύ συχνά παραλείπουν να κάνουν τις σχολικές εργασίες τους ή να μελετήσουν για την επόμενη μέρα.
  • Δυσκολία στην οργάνωση του χρόνου και του χώρου τους. Συχνά ο χώρος στον οποίο εργάζονται περιγράφεται ως «χαοτικός». Η σχέση τους με τον χρόνο είναι εξίσου χαώδης, καθώς βιώνουν τις χρονικές έννοιες και τη χρονική διάρκεια με ιδιαίτερο τρόπο (δεν έχουν «αίσθηση του χρόνου»). Τις περισσότερες φορές παραπονιούνται ότι «δεν έχουν χρόνο», ενώ μπορεί στην πραγματικότητα να έχουν πολλές ώρες – ακόμα και μέρες – διαθέσιμες. Όταν δε καλούνται να ολοκληρώσουν μια δραστηριότητα, δυσκολεύονται να τη φέρουν σε πέρας εντός του χρονικού πλαισίου που θα της αντιστοιχούσε κανονικά. Αυτό γίνεται ακόμα πιο έντονο όταν έχουν αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους.
  • Έντονες διακυμάνσεις στην ικανότητα για συγκέντρωση, αλλά και στις μαθησιακές τους επιδόσεις. Πολλές φορές δίνουν την εντύπωση ότι «χάνονται μέσα σε ένα δικό τους κόσμο» και ότι δεν ακούν πλέον τίποτα από αυτά που τους λέμε.

Όταν η διάσπαση προσοχής συνοδεύεται από υπερκινητικότητα/παρορμητικότητα, τα παιδιά συχνά:

  • Δυσκολεύονται να παραμείνουν καθισμένα όταν οι συνθήκες το απαιτούν (σηκώνονται συχνά από το κάθισμά τους, αναζητούν αφορμές για ν α σηκωθούν από τη θέση τους και να κινηθούν μέσα στον χώρο κ.λ.π.)
  • Εμφανίζουν κινητική ανησυχία (για παράδειγμα, στριφογυρίζουν στην καρέκλα τους, «παίζουν» με τα μολύβια τους, μουντζουρώνουν, εκσφενδονίζουν αντικείμενα αναζητώντας κινητική εκτόνωση κ.ά.)
  • Αναζητούν συχνά κινητική εκτόνωση (π.χ. κάνοντας «ακροβατικά» την ώρα που περπατούν)
  • Μιλούν πολύ, αλλά δυσκολεύονται στην οργάνωση του προφορικού τους λόγου. Συχνά κάνουν αρκετές μικρές παύσεις (ε….) όταν καλούνται, για παράδειγμα, να αφηγηθούν κάτι. Πολλές φορές δυσκολεύονται να «βρουν» την κατάλληλη λέξη για να εκφράσουν αυτό που σκέφτονται. Συχνά, κατά την αφήγηση γεγονότων ή την περιγραφή, παραλείπουν απαραίτητες πληροφορίες. Τα γεγονότα μπορεί να παρουσιάζονται με εσφαλμένη χρονική αλληλουχία και χωρίς λεπτομέρεια. Οι προτάσεις είναι συνήθως απλές και σύντομες, ενώ ταυτόχρονα παρατηρούνται προβλήματα ροής και συνοχής.

Σημειώνουμε ότι οι δυσκολίες που μόλις περιγράψαμε πρέπει να εμφανίζονται τουλάχιστον σε δύο περιβάλλοντα στα οποία κινείται το παιδί (συνήθως στο σπίτι και στο σχολείο), προκειμένου να μπορεί κανείς να υποψιαστεί ότι αυτές οφείλονται σε μια κατάσταση εγγενή, και δεν είναι αποτέλεσμα άλλων, περιβαλλοντικών παραγόντων.

Άλλα προβλήματα που παρατηρούνται συχνά σε παιδιά με διάσπαση προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα είναι:

  • Δυσκολίες στη μάθηση. Για παράδειγμα, συχνά δυσκολεύονται στην απομνημόνευση, καθώς και στην ανάκληση των πληροφοριών που έχουν ήδη «αποθηκεύσει» στο μυαλό τους
  • Δυσκολία στον συντονισμό των κινήσεων
  • Ιδιόρρυθμος κύκλος ύπνου-εγρήγορσης. Συχνά δυσκολεύονται να ξυπνήσουν το πρωί, μπορεί να έχουν υπνηλία στη διάρκεια της ημέρας ή και να κοιμούνται διακεκομμένα το βράδυ.
  • Ιδιόρρυθμες συνήθειες φαγητού (τάση να τρώνε λιγάκι και συχνά κατά τη διάρκεια της ημέρας – δηλαδή να «τσιμπολογάν»)
  • Φοβίες
  • Άγχος, χαμηλή αυτοεκτίμηση, ανασφάλεια για τις επιδόσεις τους
  • Δυσκολία στις σχέσεις τους με τους συνομηλίκους
  • Δυσκολία στα ομαδικά παιχνίδια
  • Δυσκολία στο να ακολουθούν τους κανόνες συμπεριφοράς
  • Τάση να ματαιώνονται εύκολα.

Η διάσπαση προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα αποτελεί κατά κανόνα μια κατάσταση εγγενή, νευρολογικής αιτιολογίας. Αν και δεν είναι δυνατό να θεραπευθεί, υπάρχουν παρεμβάσεις οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντική βελτίωσή της. Επιπλέον, η ένταση των συμπτωμάτων της τείνει να μειώνεται με την πάροδο του χρόνου, χωρίς ωστόσο οι εκδηλώσεις της να εξαλείφονται. Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό να απευθύνεται κανείς όσο το δυνατόν νωρίτερα σε κάποιον ειδικό, ώστε να προλαμβάνονται τυχόν δευτερογενείς καταστάσεις, όπως είναι τα συμπτώματα υπερβολικού άγχους, η  κατάθλιψη ή η επιθετικότητα.

Συνήθως, ένα πρόγραμμα παρέμβασης για διάσπαση προσοχής περιλαμβάνει συνεδρίες ψυχοθεραπείας/συμβουλευτικής προς τους γονείς ή/και το παιδί, ειδικής διαπαιδαγώγησης και εργοθεραπείας, όταν παρατηρούνται δυσκολίες στον κινητικό συντονισμό. Σε μερικές περιπτώσεις προτείνεται και φαρμακευτική αγωγή από παιδοψυχίατρο. Η αγωγή αυτή  δε θεραπεύει το πρόβλημα, αλλά προσφέρει ανακούφιση από τα συμπτώματά του, όταν αυτά είναι τόσο έντονα, που κάνουν πολύ δύσκολη την καθημερινότητα του παιδιού.

Ακολουθούν μερικές χρήσιμες συστάσεις, που όμως δεν μπορούν σε καμμία περίπτωση να υποκαταστήσουν την ειδική εξατομικευμένη παρέμβαση. Έτσι…

  • Είναι σημαντικό να φροντίζουμε ώστε ο χώρος στον οποίο εργάζεται το παιδί να έχει όσο το δυνατό λιγότερα ερεθίσματα που θα μπορούσαν να αποσπάσουν την προσοχή του. Μολυβοθήκες, κασετίνες, διακοσμητικά, παιχνίδια καλό είναι να βρίσκονται έξω από το οπτικό του πεδίο την ώρα της μελέτης. Είναι επίσης καλό το κάθισμα του παιδιού να είναι στραμμένο προς τον τοίχο, ο οποίος με τη σειρά του θα πρέπει να είναι όσο πιο «γυμνός» γίνεται. Στο γραφείο θα πρέπει να υπάρχουν μόνο τα απαραίτητα (ένα μολύβι/στυλό και μια γόμα). Ομοίως, στη σχολική τάξη, συστήνεται ο μαθητής με δυσκολία συγκέντρωσης να κάθεται σε μπροστινό θρανίο, όσο πιο κοντά στην έδρα γίνεται.
  • Χρησιμοποιούμε οπτικοποιημένα προγράμματα για τις καθημερινές δραστηριότητες του παιδιού, προκειμένου να το βοηθήσουμε να οργανώνει καλύτερα τον χρόνο του. Αυτοκόλλητες ετικέτες και κουτιά ταξινόμησης μπορούν εξάλλου να βοηθήσουν τον μαθητή στην οργάνωση του χώρου του.
  • Δίνουμε στο παιδί τη δυνατότητα να κάνει συχνά μικρά διαλείμματα κατά τη διάρκεια της μελέτης. Κατά κανόνα, τα διαλείμματα αυτά καλό είναι να μην υπερβαίνουν τα 10 λεπτά της ώρας. Μπορεί να περιλαμβάνουν οτιδήποτε ευχαριστεί το παιδί – συμπεριλαμβανομένης και της έντονης κινητικής δραστηριότητας – εκτός από ενασχόληση με ηλεκτρονικά μέσα, όπως η τηλεόραση, ο υπολογιστής, οι παιχνιδομηχανές κ.τ.ό.. Τα τελευταία απορροφούν υπερβολικά το ενδιαφέρον και την προσοχή του, με αποτέλεσμα το παιδί να δυσκολεύεται να επανέλθει στη μελέτη.
  • Αν το παιδί έχει ανάγκη από κινητική εκτόνωση, φροντίζουμε να τού αναθέτουμε συχνά καθήκοντα που θα του επιτρέψουν να εκτονωθεί κινητικά («Γιαννάκη, φέρε ένα ποτήρι νερό στη θεία σου!», «Θα με βοηθήσεις με το σφουγγάρισμα;»). Ακόμη και εν ώρα μελέτης ή μαθήματος, παρόμοιες «αποστολές» τον βοηθούν σε μεγάλο βαθμό να εκτονωθεί και να χαλαρώσει, ενώ παράλληλα τονώνουν την αυτοπεποίθησή του.
  • Γραπτές συμφωνίες ανάμεσα σε εμάς και το παιδί μπορεί να το βοηθήσουν περισσότερο στον έλεγχο της συμπεριφοράς του, σε σχέση με τα προφορικά «συμβόλαια». Ωστόσο, φροντίζουμε να υπενθυμίζουμε συχνά στο παιδί τη συμφωνία που έχουμε κάνει. Είναι απαραίτητο να ενισχύουμε το παιδί κάθε φορά που συμπεριφέρεται με τον επιθυμητό τρόπο. Η ενίσχυση θα πρέπει ωστόσο να μην περιορίζεται στην υλική «αμοιβή» που θα έχουμε συμφωνήσει από πριν μαζί του (π.χ. ένα πακέτο αυτοκόλλητα), αλλά να περιλαμβάνει και ηθική ενίσχυση, η οποία θα τονίζει τον πραγματικό σκοπό της επιθυμητής συμπεριφοράς (π.χ. «Μπράβο, Γιάννη! Διάβασες τα μαθήματά σου και αύριο θα καταλάβεις πολύ καλύτερα το επόμενο κεφάλαιο στη Γλώσσα!»
  • Είναι εξαιρετικά σημαντικό να τονίζουμε τα όσα καταφέρνει το παιδί, παραβλέποντας σφάλματα και αδυναμίες. Για παράδειγμα, επαινούμε τον μαθητή που γράφει για πρώτη φορά τις ασκήσεις του, παραβλέποντας τυχόν λάθη που έχει κάνει. Επιβραβεύοντας κάθε του προσπάθεια, όσο μικρή και αν είναι αυτή, τού προσφέρουμε βιώματα επιτυχίας, που με τη σειρά τους τον ενθαρρύνουν να προσπαθήσει ακόμα περισσότερο. Αντίθετα, η κριτική και η επισήμανση των σφαλμάτων και αδυναμιών του, τον αποθαρρύνουν σε μεγάλο βαθμό, καθώς – όπως ήδη είπαμε – έχει την τάση να ματαιώνεται εύκολα και να εγκαταλείπει.

Βαλίνα Ζάχου, Ειδική Παιδαγωγός, MSc