Day: March 18, 2025

Αυτισμός

Ο Αυτισμός είναι μια σοβαρή αναπτυξιακή διαταραχή, που χαρακτηρίζεται από μειωμένη κοινωνική αλληλεπίδραση και επικοινωνία, καθώς και από περιορισμένη, επαναλαμβανόμενη και στερεότυπη συμπεριφορά.

Η αιτία του αυτισμού εξακολουθεί να παραμένει άγνωστη, παρά τις επίμονες μελέτες. Πιθανολογείται ότι ο αυτισμός είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού διαφόρων αιτιών. Κάποιες έρευνες υποδεικνύουν νευρολογικό πρόβλημα, που επηρεάζει εκείνα τα τμήματα του εγκεφάλου, τα οποία επεξεργάζονται τη γλώσσα και τις πληροφορίες, που δίνουν οι αισθήσεις.

Προσβάλλει 1 στις 2.500 γεννήσεις. Σύμφωνα με πρόσφατες ευρωπαϊκές έρευνες τα ποσοστά των ατόμων που εμφανίζουν αναπτυξιακές διαταραχές του φάσματος του αυτισμού ανέρχονται σε 58 ανά 10.000 άτομα. Τα τελευταία δύο χρόνια, έχουν δημοσιευτεί μελέτες στην Αμερική που αναφέρουν ότι 1 ανά 88 παιδιά στο γενικό πληθυσμό έχουν διαγνωστεί με αυτισμό!

Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι υπάρχουν τουλάχιστον 5.000 παιδιά και ενήλικα άτομα με αυτισμό και 30.000 άτομα με αυτιστικού τύπου διαταραχές ανάπτυξης. Τα νούμερα αυτά ίσως είναι μικρά καθώς διευρύνεται η διαδικασία της διάγνωσης.

Ο αυτισμός παρουσιάζεται σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις φυλές, τις εθνικότητες και τις κοινωνικές τάξεις. Τέσσερα στα πέντε άτομα με αυτισμό είναι αγόρια.

Εκτός από τα σοβαρά προβλήματα στη γλώσσα και τις κοινωνικές σχέσεις, τα άτομα με αυτισμό βιώνουν συχνά μια τρομερή υπερκινητικότητα ή ασυνήθιστη παθητικότητα στις καθημερινές τους δραστηριότητες, καθώς επίσης και στις σχέσεις τους με τους γονείς τους, τα μέλη της οικογένειας και τα άλλα άτομα.

Τα άτομα με αυτισμό απολαμβάνουν συχνά τις ίδιες ψυχαγωγικές δραστηριότητες με τα άτομα που δεν πάσχουν από κάποια αναπηρία. Συχνά, τους αρέσει η μουσική, το κολύμπι, η πεζοπορία, το τραγούδι, η ιππασία και άλλες δραστηριότητες.

Συχνά τα άτομα με αυτισμό μπορεί να έχουν ένα συγκεκριμένο ενδιαφέρον σε κάποια δραστηριότητα στην οποία γίνονται “expert“. Θέματα για συγκεκριμένα ενδιαφέροντα μπορεί να είναι τα αθλητικά νέα, οι διαδρομές των λεωφορείων, η γεωγραφία, οι μάρκες αυτοκίνητων,

Για άλλα άτομα, τα συγκεκριμένα ενδιαφέροντα μπορεί να είναι πράγματα που ερεθίζουν τις αισθήσεις τους, όπως για παράδειγμα το να βλέπουν το νερό να τρέχει, να ξεφυλλίζουν τις σελίδες ενός βιβλίου, να τρίβουν τα χέρια τους σε συγκεκριμένα υφάσματα.

Στον αυτισμό, τα προβλήματα συμπεριφοράς κυμαίνονται από πολύ σοβαρά έως πολύ ελαφριάς μορφής. Τα σοβαρά προβλήματα συμπεριφοράς εκδηλώνονται με τη μορφή ασυνήθιστης, επιθετικής και, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμα και αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς.

Αυτοί οι τρόποι συμπεριφοράς μπορεί να είναι επίμονοι και πολύ δύσκολο να αλλάξουν. Συχνά, όμως, ακόμα και άτομα που πάσχουν από ελαφριά μορφή αυτισμού έχουν σημαντικές δυσκολίες στην καθημερινή τους ζωή, λόγω των ελλείψεων τους στους τομείς της επικοινωνίας και των κοινωνικών σχέσεων.

Ο αυτισμός μπορεί να υπάρχει μόνος του ή σε συνδυασμό με άλλες αναπτυξιακές διαταραχές, όπως νοητική καθυστέρηση επιληψία, κώφωση, τύφλωση. Τα περισσότερα παιδιά με νοητική υστέρηση αναπτύσσουν ικανότητες με έναν ομοιογενή ρυθμό μάθησης, παρόλο που είναι πιο αργός από εκείνον των παιδιών της ίδιας ηλικίας.

Τα άτομα με αυτισμό παρουσιάζουν αποκλειστικά ανομοιογενή εξέλιξη ικανοτήτων. Τείνουν να έχουν ελλείψεις σε συγκεκριμένους τομείς, με πιο κοινή την δυσκολία τους να επικοινωνήσουν και να συνδεθούν με τους άλλους, ενώ συχνά αναπτύσσουν πολύ μεγαλύτερες ικανότητες σε κάποιους άλλους τομείς, ιδίως σε ότι αφορά τη μνήμη. Είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε τον αυτισμό από την νοητική καθυστέρηση ή από άλλες διαταραχές. Η λανθασμένη διάγνωση θα οδηγήσει σε λανθασμένη θεραπεία και εκπαίδευση.

Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες διαταραχές της παιδικής ηλικίας, είναι σημαντικό να γίνει νωρίς η διάγνωση της διαταραχής, ο καθορισμός των σημείων όπου εντοπίζονται οι μεγαλύτερες δυσκολίες στο άτομο και έτσι να ξεκινήσει νωρίς  η αντιμετώπισή τους (πρώιμη παρέμβαση).

Μελέτες δείχνουν ότι όλα τα άτομα με αυτισμό μπορούν να βελτιωθούν σημαντικά με την κατάλληλη θεραπευτική και εκπαιδευτική αντιμετώπιση. Πολλά άτομα με αυτισμό δείχνουν τελικά μεγαλύτερη ανταπόκριση στους άλλους καθώς μαθαίνουν να κατανοούν τον κόσμο γύρω τους.

Άρτεμις Σπυροπούλου, Λογοθεραπεύτρια

Αυτισμός και Λογοθεραπεία

Δεν υπάρχει ένας και μοναδικός τρόπος θεραπείας για όλα τα παιδιά με αυτισμό, αλλά τα περισσότερα άτομα ανταποκρίνονται καλύτερα σε δομημένα συμπεριφορικά προγράμματα.

Το πρόγραμμα παρέμβασης για άτομα που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού, εκτός των άλλων ειδικοτήτων όπως ψυχολόγο, νευρολόγο, εργοθεραπευτή κ.α. απαιτεί και την ενεργή συμμετοχή λογοθεραπευτή. Τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί η σημαντικότητα της λογοθεραπευτικής παρέμβασης στον αυτισμό.

Τα προβλήματα επικοινωνίας στα αυτιστικά παιδιά ποικίλουν σε κάποιο βαθμό και εξαρτώνται από την νοητική και κοινωνική ανάπτυξη του ατόμου. Ορισμένα μπορεί να μην μιλάνε καθόλου ενώ άλλα έχουν καλά ανεπτυγμένο λεξιλόγιο και μπορούν να μιλήσουν με διάρκεια για θέματα που τα ενδιαφέρουν.

Κάθε απόπειρα θεραπείας πρέπει να ξεκινήσει με αξιολόγηση των ατομικών ικανοτήτων ομιλίας του παιδιού από εκπαιδευμένους ειδικούς λόγου και ομιλίας. Αν και ορισμένα αυτιστικά παιδιά έχουν ελάχιστο ή καθόλου πρόβλημα στην προφορά λέξεων τα πιο πολλά αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αποτελεσματική χρήση της γλώσσας.

Ακόμα και τα παιδιά που δεν έχουν πρόβλημα άρθρωσης παρουσιάζουν δυσκολίες στην πρακτική χρήση της γλώσσας όπως το να ξέρει τι να πει, πώς να το πει, και πότε να το πει καθώς και το πώς να αλληλεπιδράσει κοινωνικά με άλλους ανθρώπους. Πολλά που μιλούν συχνά λένε πράγματα που δεν έχουν περιεχόμενο ή πληροφορίες. Άλλα επαναλαμβάνουν αυτολεξεί ότι έχουν ακούσει (ηχολαλία) ή επαναλαμβάνουν άσχετα κείμενα που έχουν απομνημονεύσει. Ορισμένα αυτιστικά παιδιά μιλούν με υψηλό τόνο φωνής ή χρησιμοποιούν ρομποτικό ήχο ομιλίας.

Δύο δεξιότητες που θα πρέπει να προϋπάρχουν για την ανάπτυξη της γλώσσας είναι η συνδυαστική προσοχή (joint attention) και η κοινωνική πρωτοβουλία (social initiation). Η joint attention περιλαμβάνει εστίαση με το βλέμμα και χειρονομίες αναφοράς, όπως το να εστιάζεις σε αντικείμενα (pointing), το δείξιμο και το να δίνεις. Τα παιδιά με αυτισμό υστερούν στην κοινωνική πρωτοβουλία όπως το να κάνουν ερωτήσεις.

Δηλαδή δεν παρεμβαίνουν, δεν “πετάγονται”, δεν παρεμβάλλονται σε συνομιλίες και έτσι αποτυγχάνουν να χρησιμοποιήσουν την γλώσσα ως μέσο κοινωνικής αλληλεπίδρασης.

Αν και δεν έχει βρεθεί κάποια θεραπεία για την επιτυχή βελτίωση της επικοινωνίας, η καλύτερη θεραπευτική προσέγγιση ξεκινάει νωρίς κατά την προσχολική ηλικία, είναι ατομικά φτιαγμένη, και περιλαμβάνει και τους γονείς μαζί με τους ειδικούς. Σκοπός είναι να βελτιώνεται συνεχώς η χρήσιμη επικοινωνία.

Πρέπει να γίνονται αξιολογήσεις ανά διαστήματα, προκειμένου να βρεθούν οι καλύτερες εξατομικευμένες προσεγγίσεις και να επαναπροσδιοριστούν οι στόχοι για περαιτέρω βελτίωση.

Σε ποιους τομείς μπορεί ο λογοθεραπευτής να βοηθήσει το παιδί;

Αρχικά, ο λογοθεραπευτής μπορεί να δουλέψει με το παιδί σε ποικίλα περιβάλλοντα, όπως το σπίτι ή το σχολείο, σε μικρές ομάδες μαζί με άλλα παιδιά ή και σε ατομικές συνεδρίες. Ο λογοθεραπευτής μπορεί να βοηθήσει το παιδί βελτιώνοντας την ομιλία, τον γραπτό λόγο, τις κοινωνικές δεξιότητες ή ακόμη να αναπτύξει έναν εναλλακτικό τρόπο επικοινωνίας.

Πιο αναλυτικά η λογοθεραπευτική προσέγγιση μπορεί να βοηθήσει το παιδί:

  • Στην σχέση του παιδιού με τους γύρω του (επικοινωνία)
  • Βελτιώνοντας την ‘παρατήρηση από κοινού’ (πχ. με το να μπορεί να δίνει προσοχή σε ένα αντικείμενο συγχρόνως με κάποιον άλλον)
  • Αναπτύσσοντας κοινωνική πρωτοβουλία (πχ. να μπορεί να αρχίσει έναν διάλογο)
  • Με το να κατανοεί και να χρησιμοποιεί μη λεκτικά στοιχεία της γλώσσας, όπως χειρονομίες και εκφράσεις για να επικοινωνεί επαρκώς, πχ. να κατανοεί γιατί ο άλλος κουνάει το κεφάλι του προς τα κάτω (καταφατική απόκριση)
  • Με το να ακολουθεί οδηγίες, πχ. από την δασκάλα του κατά την διάρκεια του μαθήματος στην τάξη («βγάλε το βιβλίο σου», «κλείσε την πόρτα» κ.ά.)
  • Να κατανοεί και να βάζει τον εαυτό του την θέση του άλλου (theory of mind), πχ. να κατανοεί ότι στο άλλο παιδί που παίζουν μαζί μπορεί να μην αρέσουν τα ίδια παιχνίδια.
  • Να μειώσει επαναληπτικές (εμμονικές) συμπεριφορές, πχ. να κάνει στροφές γύρω από τον εαυτό του, να θέλει να παίζει με ένα συγκεκριμένο αυτοκινητάκι κτλ .
  • Με το να βελτιώσει την βλεμματική επαφή, πχ. να μπορεί να κοιτάει την μητέρα του όταν αυτή του απευθύνει τον λόγο
  • Με το να συμμετάσχει ενεργά σε διάλογο κάνοντας ερωτήσεις
  • Να μπορεί να απαντήσει ορθά σε ερωτήσεις και να μην ξεφεύγει από το θέμα
  • Να γνωρίζει πότε μπορεί να ξεκινήσει έναν διάλογο και πότε μπορεί/πρέπει να τον σταματήσει
  • Μειώνοντας τον «ρομποτικό» ήχο ομιλίας ή/και την ηχολαλία.
  • Στον γραπτό λόγο και στην ανάγνωση (πάντα σε απόλυτη συνεργασία με τον ειδικό παιδαγωγό και τον εργοθεραπευτή)
  • Με το να μπορεί να διαβάζει ένα βιβλίο, να συγκεντρώνει τις απαραίτητες πληροφορίες και να λέει ιστορίες βάσει αυτού
  • Γράφοντας γράμματα, λέξεις και προτάσεις.
  • Στην δημιουργία και χρήση εναλλακτικού τρόπου επικοινωνίας όπως:
  1. Νοηματική γλώσσα
  2. Σύστημα επικοινωνίας μέσω εικόνων
  3. Σύστημα επικοινωνίας με ηλεκτρονικά μέσα, για παράδειγμα Η/Υ, tablet, κινητό τηλέφωνο και άλλα ηλεκτρονικά μέσα σχεδιασμένα ειδικά για τον σκοπό αυτό.

Άρτεμις Σπυροπούλου, Λογοθεραπεύτρια

Πρέπει να απαντάμε στις ερωτήσεις των παιδιών;

Αν και η αυθόρμητη απάντηση των περισσοτέρων θα ήταν «ναι», ωστόσο πολλές από τις ερωτήσεις που τα παιδιά θέτουν, μας προκαλούν αμηχανία για το πώς, ακόμη και για το αν θα πρέπει να τις απαντήσουμε.

Οι γονείς συχνά αναρωτιούνται αν και με ποιον τρόπο θα πρέπει να αποκριθούν σε ερωτήσεις των παιδιών που μοιάζουν «αταίριαστες» με την ηλικία τους, τις οποίες δεν είναι προετοιμασμένοι να ακούσουν, πόσο μάλλον να απαντήσουν.

Απορίες σχετικά με την ανατομική διαφορά των φύλων, την προέλευση των μωρών, τι σημαίνει έκτρωση, γύρω από το θάνατο και πλείστες άλλες ερωτήσεις που μας δυσκολεύουν και που καταλήγουμε να τις αποφεύγουμε με το να αλλάζουμε θέμα, να παραπέμπουμε στον άλλο γονιό για απάντηση, κάποιες φορές και να τα αποπαίρνουμε, δηλώνοντας ότι «θα μάθουν όταν μεγαλώσουν».

Συχνά η ανησυχία σχετικά με το αν η απάντηση που θα δώσουμε είναι η ενδεδειγμένη, μας αποτρέπει από το να προσπαθήσουμε να δώσουμε στο παιδί την πληροφόρηση που αποζητά. Ωστόσο θα πρέπει να θυμόμαστε ότι εφόσον δημιουργηθεί μια απορία στο μυαλό του παιδιού, δεν είναι εύκολο να ξεχαστεί, όσο κι αν το επιθυμούμε. Το ερώτημα θα πρέπει να απαντηθεί «κάπως», ακόμη κι αν η πηγή της πληροφόρησης είναι ένα «μείγμα» που προκύπτει από την αντίδρασή μας, συμπληρώνεται με τη συμβολή της φαντασίας, καθώς και με κάποια μισόλογα που θα αποσπάσει από κάποιο πρόσωπο του περιβάλλοντος και τα οποία θα προσπαθήσει να ταιριάξει με έναν τρόπο που να βγάζει νόημα.

Το σίγουρο λοιπόν είναι ότι όσο κι αν μας δυσκολεύει η θέση του να δώσουμε μια εξήγηση για πράγματα που κάποιες φορές δεν κατανοούμε ούτε εμείς οι ίδιοι, η στάση της αποφυγής δεν θα καταστείλει τη φυσική περιέργεια του παιδιού, το οποίο θα αποζητήσει να καλύψει το κενό, με όποιο μέσο υπάρχει διαθέσιμο.

Άλλωστε, κάθε τέτοιο αίτημα του παιδιού, αποτελεί και μια απόπειρα επικοινωνίας. Είναι σημαντικό να αισθάνεται ότι είμαστε διαθέσιμοι και εμπιστεύσιμοι ως πηγή πληροφόρησης. Εξασφαλίζουμε έτσι ότι θα επιλέγει να στραφεί σε εμάς και στο μέλλον για να λύσει απορίες και κατ’ επέκταση να μοιραστεί συναισθήματα ή κάτι που το απασχολεί. Όταν κλείνουμε τις γέφυρες επικοινωνίας αποφεύγοντας μια προσωρινή δυσκολία, δημιουργούμε ένα κακό προηγούμενο στην επικοινωνία μαζί του, χάνοντας παράλληλα την ευκαιρία να ελέγξουμε με τι «υλικό» θα επιλέξει να ικανοποιήσει την περιέργεια του. Αναλογιζόμενοι αυτό το ενδεχόμενο, ίσως η δική μας «αδέξια» και μη επαρκώς μελετημένη απάντηση να μην είναι και τόσο κακή τελικά.

Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος- Παιδοψυχολόγος, Μ.Α.

Ζηλεύει το αδερφάκι του; Πώς θα το καταλάβω;

Υπάρχουν πολλοί τρόποι που το παιδί μπορεί να εκδηλώσει τη ζήλια του. Το να πειράζει ή ενίοτε και να χτυπά το αδερφάκι, είναι ίσως ο πιο προφανής τρόπος να εκδηλώσει τα αρνητικά του συναισθήματα. Την ίδια στιγμή η αγκαλιά, μέσα στην οποία το μικρότερο αδερφάκι ασφυκτιά ή το πολύ δυνατό, τρανταχτό φιλί, είναι ίσως ένας τρόπος συγκάλυψης μιας έντασης που βιώνει σε βάρος του νέου μέλους και η οποία εκφράζεται μέσα από το προκάλυμμα της υπερβολικής αγάπης. Τα ξαφνικά παράπονα και η μη εμφανώς δικαιολογούμενη γκρίνια, τα πείσματα και τα ξεσπάσματα θυμού είναι επίσης ένα δείγμα πιθανής ζήλιας την οποία δεν έχει καταφέρει να επεξεργαστεί. Αλλά και οι τάσεις παλινδρόμησης, αναφορικά με κατακτήσεις τις οποίες μοιάζει να έχει ξεχάσει- όπως όταν αποζητά ξανά μπιμπερό ή πιπίλα, όταν περιμένει από τον γονιό να το ταΐσει, όταν ζητά να κοιμηθεί με τους γονείς το βράδυ, όταν εμφανίζεται πιο ευάλωτο σε σχέση με τον αποχωρισμό, όταν έχει ατυχήματα ως προς την τουαλέτα, ακόμη και μικροί φόβοι που μπορεί να εμφανίσει ξαφνικά – για το σκοτάδι, για κάποιο ζώο. Όλα τα παραπάνω αποτελούν συχνά ενδείξεις της ζήλιας του, που ως μη αποδεκτή βρίσκει διέξοδο σε συμπεριφορές και αντιδράσεις που εξυπηρετούν την συναισθηματική αποφόρτιση καθώς και τη φαντασίωση ότι αν εμφανιστεί ως αδύναμο μπορεί τελικά να διεκδικήσει κι εκείνο από τους γονείς όσα μοιάζει να απολαμβάνει το μικρότερο αδερφάκι, ακριβώς επειδή «δεν μπορεί».

Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος-Παιδοψυχολόγος, Μ.Α

Παιχνίδια και δραστηριότητες για την ενίσχυση του λόγου των παιδιών

Το παιχνίδι αποτελεί κίνητρο για τα παιδιά. Το απολαμβάνουν, ειδικά όταν συμμετέχουν ενήλικες.

Περάστε περισσότερο χρόνο με το παιδί σας. Η αύξηση του χρόνου που περνάτε με το παιδί μπορεί από μόνη της να ενισχύσει την ομιλία, αλλά θυμηθείτε να βελτιώσετε και την ποιότητα της σχέσης:  αυτό είναι το νόημα του παιχνιδιού, ο βαθμός ικανοποίησης που παρέχει η δραστηριότητα, η καταλληλότητα των λέξεων που χρησιμοποιούνται και το είδος της επιβράβευσης που χρησιμοποιείτε όταν το παιδί λέει ή προσπαθεί να πει μια λέξη.

Αυτές είναι απλά κάποιες συμβουλές για να βελτιωθεί ο λόγος και η επικοινωνία των παιδιών ενώ παράλληλα περνούν ποιοτικό χρόνο με τους γονείς τους:

Βρίσκουμε 5 πράγματα που έχουν το ίδιο χρώμα

Ψάχνουμε με τα παιδιά στο χώρο που βρισκόμαστε να βρούμε 5 αντικείμενα που έχουν το ίδιο χρώμα. Αποφασίζουμε πρώτα το χρώμα και στη συνέχεια το παιδί μας αναφέρει αντικείμενα από το χρώμα αυτό. Αν το παιδί επιθυμεί μπορούμε να το επαναλάβουμε και με άλλα χρώματα.

Μια βόλτα στον μανάβη!

Αγοράστε φρούτα και λαχανικά μαζί με το παιδί σας. Περιγράψτε πως είναι τα φρούτα και τα λαχανικά που αγοράσατε: μαλακά, σκληρά, λεία, με χνούδι, το χρώμα τους, πως μυρίζουν, τι γεύση έχουν.

Ο (αγαπημένος του ήρωας)  λέει είναι ώρα για μπάνιο!

Το παιδί καλείται να πλένει τα μέρη του σώματος όπου ο αγαπημένος του ήρωας λέει π.χ. «ο Μπομπ Σφουγγαράκης λέει να πλύνεις το χέρι σου»  Δεν πρέπει να κάνει ζαβολιές αλλά να πλένει τα μέρη του σώματος μόνο όταν τα λέει ο ήρωας του. Έτσι ενισχύουμε το κομμάτι της σωματογνωσίας. Το παιδί αρχικά αναγνωρίζει τα μέρη του σώματος και μεγαλώνοντας είναι σε θέση και να τα ονομάζει.

Ποια είναι μεγάλα και ποια μικρά;

Τα μικρά παιδιά αγαπούν πολύ τα ζώα! Χρησιμοποιούμε λοιπόν το θέμα αυτό για να μιλήσουμε για τις έννοιες μικρό και μεγάλο. Μπορούμε αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε και κάποιες εικόνες (αν το παιδί δεν μπορεί να φανταστεί τα ζώα, αλλά πρέπει να τα βλέπει).

Ποιος, Που, Πότε, Πως και Γιατί!

Ρωτάμε το παιδί 5 ερωτήσεις με το ποιος που πότε και γιατί. Π.χ. πότε κοιμόμαστε;

Γιατί πάμε στον γιατρό;

Πάμε για ψώνια!

Ζητήστε από το παιδί να γίνει ο βοηθός σας! Κάντε μαζί την προετοιμασία για τα ψώνια. Πριν πάτε για ψώνια εξηγήστε στο παιδί τι ψωνίζετε από κάθε μαγαζί π.χ. φούρνος-ψωμί, κουλούρια, χασάπης-κρέας, κιμά, μανάβης-φρούτα, λαχανικά, σουπερμάρκετ-φαγητά, τρόφιμα. Στη συνέχεια πείτε του τα ψώνια που έχετε να κάνετε και ζητήστε από το παιδί να σας πει σε ποιο μαγαζί θα πρέπει να πάτε για τα ψώνια που του αναφέρετε.

Ας πάμε μια βόλτα και ας περιγράψουμε αυτά που θα δούμε γύρω μας!

Σε αυτήν τη δραστηριότητα το παιδί παράγει προφορικό λόγο και μπαίνει στη διαδικασία να περιγράψει, άρα και να αναπτύξει λεξιλόγιο. Ταυτόχρονα κάνουμε βόλτα μαζί με το παιδί και περνάμε χρόνο μαζί του, άρα δενόμαστε και περισσότερο αλλά και νιώθει ότι του αφιερώνουμε χρόνο, γεγονός που διασφαλίζει μια πιο υγιή μεταξύ μας σχέση.

Άρτεμις Σπυροπούλου, Λογοθεραπεύτρια

Οριοθετώντας τη σχέση μας με το παιδί

Γνωρίζουμε από την καθημερινή μας εμπειρία πόσο σημαντικά είναι τα όρια στη σχέση μας με το παιδί. Κι ίσως όχι μόνο εκεί, αλλά και ευρύτερα στη σχέση μας με τους γύρω, κοντινούς και μη, σε όλες μας τις  αλληλεπιδράσεις. Ωστόσο, την ίδια στιγμή που αναγνωρίζουμε τη σπουδαιότητά τους, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη δυσκολία να τα θέσουμε αλλά και να τα διατηρήσουμε. Κι αυτό γιατί τα όρια και η πειθαρχία ευρύτερα, είναι έννοιες άχαρες, που μας βάζουν συχνά στη θέση του κακού, μας φέρνουν αντιμέτωπους με την αντίδραση και το παράπονο των παιδιών, και εγείρουν ενοχές και ανησυχίες σχετικά με το πόσο καλά ασκούμε το ρόλο μας ως γονείς.

Μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την τήρηση των κανόνων είναι η εξασφάλιση ότι τα παιδιά έχουν πάρει επαρκείς εξηγήσεις ως προς το νόημα της εκάστοτε απαγόρευσης. Οι κανόνες έχουν νόημα για την εξασφάλιση της οικογενειακής ηρεμίας, επομένως χρειάζεται να δώσουμε το μήνυμα στα παιδιά ότι η εφαρμογή τους δεν είναι αποτέλεσμα αυθαίρετης απόφασης και συνακόλουθης επιβολής από τη μεριά του γονιού. Τα παιδιά είναι αναγκαίο να κατανοήσουν γιατί πρέπει να κάνουν κάτι. Αυτό αφορά και στις πιο μικρές ηλικίες, όπου λόγω της περιορισμένης ακόμη λεκτικής επικοινωνίας τείνουμε να αμφιβάλλουμε για το κατά πόσο αντιλαμβάνονται αυτά που τους λέμε. Ωστόσο η εμπειρία αποδεικνύει ότι από πολύ νωρίς, κατανοούν πολύ περισσότερα απ’ όσα υποθέτουμε. Σε κάθε περίπτωση αντιλαμβάνονται πρωτίστως τη δική μας διάθεση και προσπάθεια να επικοινωνήσουμε μαζί, γεγονός που διευκολύνει την συνεργασία τους, ενώ παράλληλα ενισχύουμε την αυτοπεποίθησή και τη συναισθηματική τους ωρίμανση.

Οι κανόνες είναι απαραίτητο να εξηγούνται για να αποφύγουν οι γονείς να εμπλακούν σε ένα παιχνίδι εξουσίας με το παιδί. Στόχος μας είναι σταδιακά, μέσα από την κατανόηση, το παιδί να καταφέρει να εσωτερικεύσει τους κανόνες και να τους εφαρμόζει πλέον από επιλογή. Συχνά η εξήγηση των κανόνων χρειάζεται να συμπεριλαμβάνει το πώς και οι ίδιοι οι γονείς χρειάζεται να υπακούνε σε κανόνες ως μέλη μιας κοινωνίας, ή στη δουλειά τους, και έτσι η όλη διαδικασία της υπακοής του παιδιού δομείται πάνω σε μια ευρύτερη κατανόηση της λειτουργίας του κοινωνικού συνόλου.

Σημαντικό σημείο στη διαδικασία οριοθέτησης των παιδιών είναι η ικανότητα του γονιού να παραμένει σταθερός στις απαγορεύσεις αλλά και στις συνέπειες που θέτει προς το παιδί ως αποτέλεσμα της ανυπακοής του. Οι γονείς καλούνται να αντισταθούν στις αναμενόμενες αντιδράσεις δυσαρέσκειας που προκαλεί στο παιδί η συνέπεια που του θέτουν. Να μην καμφθούν από τις επίμονες φωνές- τη γκρίνια- τα κλάματα , από όλες τις ακραίες αντιδράσεις που τα παιδιά συνήθως επιστρατεύουν προκειμένου να κάνουν αυτό που επιθυμούν.  Η σταθερότητα του γονιού, η ικανότητα του να αντισταθεί στην συναισθηματική πίεση που του προκαλεί η αντίδραση του παιδιού, το προστατεύει από το να παρερμηνεύσει το νόημα των απαγορεύσεων. Γιατί, αν η τήρηση του κανόνα εξαρτάται τελικά από τη δική του έντονη αντίδραση – παράπονο-γκρίνια-κλάμα-φωνές η οποία τελικά ενίοτε κάνει τον γονιό να υποχωρεί στις απαιτήσεις του, τότε και εκείνο θα προσπαθήσει κάθε επόμενη φορά να ενεργοποιήσει τα «όπλα» του, ώστε να ρυθμίσει την κατάσταση με βάση την επιθυμία του.

Χρειάζεται επιμονή και αντοχή από την πλευρά του γονιού στο να γίνει κάποιες φορές «κακός» στα μάτια του παιδιού , αλλά για το καλό του. Για να μπορέσουμε να εφαρμόσουμε τα πολυπόθητα όρια καλούμαστε όχι μόνο να πείσουμε το παιδί, αλλά κυρίως να έχουμε πεισθεί εμείς οι ίδιοι ότι πρόκειται για κάτι σημαντικό και αναγκαίο στη σχέση μας μαζί τους.

Οι κανόνες δεν είναι κάτι που τίθεται για να μπορεί να παζαρεύεται ανάμεσα στους γονείς, η τήρηση ή η ακύρωσή τους δεν μπορεί να είναι ένα παιχνίδι ανάμεσα στους γονείς ή τους παππούδες για το ποιος θα κερδίσει την εύνοια του παιδιού. Όλοι καλούνται να αναλάβουν το μερίδιο που τους αναλογεί στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών, να υποστηρίξουν ο ένας τον άλλον αλλά και να εναλλάξουν τον άχαρο ρόλο του «κακού», να παραμερίσουν την κούραση και την ανάγκη για άμεση λύση με στόχο το χτίσιμο μιας ουσιαστικότερης αντίληψης του παιδιού στο πώς να αντέχει την ματαίωση αλλά και να σέβεται τους κανόνες λειτουργίας της οικογένειας, της κοινωνίας αλλά και των σχέσεων που συνάπτει με τους ανθρώπους.

Πολλές φορές οι γονείς ενδίδουν από τύψεις για να καλύψουν την απουσία τους λόγω δουλειάς, και αισθάνονται ότι η τήρηση των κανόνων στη συναναστροφή τους με το παιδί, αποτελεί εμπόδιο στην καλή επαφή με το παιδί. Δεν είναι εύκολο να ξοδέψουμε τον λίγο χρόνο που διαθέτουμε, επιφορτισμένοι με ενοχές και αγωνίες ως προς την απουσία μας, σε συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις. Καλό είναι να θυμόμαστε λοιπόν ότι η ανάγκη μας να φανούμε στα μάτια του παιδιού ως καλοί και δοτικοί δεν εξασφαλίζεται με τη συναίνεση στην «παραπάνω λιχουδιά» ή στα «περισσότερα παιχνίδια» που διεκδικεί. Ίσως αν καταφέρουμε να επαναπροσδιορίσουμε το πώς αναπληρώνεται η απουσία μας στη σχέση με το παιδί- σίγουρα όχι με περισσότερα υλικά αγαθά- και αν αναλογιστούμε τι πραγματικά διεκδικεί το παιδί μέσα από αλλεπάλληλα αιτήματα για το «παραπάνω» γλυκό-τηλεόραση κοκ. να μπορέσουμε να ικανοποιήσουμε την ανάγκη του με έναν τρόπο που να έχει περισσότερο νόημα και για τις δύο μεριές. Ίσως αν πεισθούμε για τη σπουδαιότητα της παρουσίας μας στη σχέση μας μαζί του, να αντέξουμε να αρνηθούμε τις υλικές παραχωρήσεις ή να μην επιτρέψουμε τις λάθος συμπεριφορές του, προσφέροντας αυτό που πραγματικά αποζητά, το πιο απλό αλλά και πιο ουσιαστικό- λίγο «παραπάνω» από μας.

 

Σημαντική υπενθύμιση – η τήρηση των κανόνων είναι αναγκαίο να αφήνει αρκετό χώρο στα παιδιά ώστε να εξασκήσουν τη βούλησή τους. Χρειάζεται ένα αρκετά ευρύ πεδίο ελευθερίας και επιλογών, το οποίο να ορίζεται από την δική τους κρίση. Δεν είναι εύκολο να απαιτήσουμε συμμόρφωση και αποδοχή των απαγορεύσεων όταν λείπει η αναγνώριση του δικαιώματός τους να εξερευνούν, να πειραματίζονται και να αποφασίζουν για πράγματα που τους αφορούν, γεγονός που αποτελεί τη βάση για την αποδοχή του κανόνα ως μια αναγκαία συνθήκη για τη λειτουργία των σχέσεων και όχι ως μια αυθαίρετη επιβολή που ορίζεται από τους μεγάλους- η οποία στερεί από το παιδί τη χαρά του να δοκιμάζει και να προσαρμόζει σταδιακά ένα μέρος του περιβάλλοντος στις προσωπικές του απαιτήσεις. Χρειάζεται ρεαλιστική εκτίμηση του τί περιμένουμε από τα παιδιά όταν αποζητούμε την πειθαρχία τους αλλά και την αναγνώριση του δικαιώματός τους να ορίζουν εκείνα ένα μέρος της πραγματικότητά τους. Η ισορροπία ανάμεσα στα δύο αποτελεί αντικείμενο διαρκούς διαπραγμάτευσης στα πλαίσια ενός εσωτερικού διαλόγου με τον εαυτό μας, ενός διαλόγου που συντελείται ανάμεσα στο γονεϊκό ζευγάρι, μιας συνομιλίας μαζί με το παιδί, και που συνιστά την ουσία της κάθε σχέσης ως μια συνθήκη διαρκώς μεταβαλλόμενη και επαναπροσδιοριζόμενη.

Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος-Παιδοψυχολόγος, Μ.Α.

Κατανοώντας το θυμό των παιδιών

Συχνά όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια έντονη συμπεριφορά του παιδιού η αυθόρμητη αντίδρασή μας επικεντρώνεται στην προσπάθεια να το καθησυχάσουμε, να το κάνουμε να σταματήσει. Ωστόσο, για να διαχειριστούμε μια συμπεριφορά με την οποία είμαστε αντιμέτωποι, πρέπει πρώτα να την κατανοήσουμε. Χρειάζεται πρώτα να απαντήσουμε στο «γιατί», ώστε να αναζητήσουμε το «πώς».

Δεν μπορούμε να βοηθήσουμε ένα παιδί να κατανοήσει το συναίσθημά του και να το διαχειριστεί αν δεν έχουμε καταλάβει εμείς το γιατί της συμπεριφοράς του. Η απάντηση στο γιατί είναι απαραίτητη για την κατάλληλη διαχείρισή της.

Γιατί λοιπόν θυμώνει ένα παιδί? Και τί σημαίνει ο θυμός του για μας?

Χρειάζεται επομένως να διερευνήσουμε μόνοι μας αλλά και μαζί του τις πιθανές αιτίες. ​ Πολλές φορές η απάντηση είναι πολυπαραγοντική, ωστόσο  βρίσκεται γύρω μας (στο περιβάλλον του παιδιού, στη σχέση μας μαζί του.)​

Ο θυμός των παιδιών μπορεί να εκδηλωθεί τη στιγμή που κάτι δεν δουλεύει όπως θα το ήθελαν, και η αντίδρασή τους να είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον συμβάν που την προκαλεί. Άλλοτε μπορεί να διατηρηθεί και μετά το συμβάν και έτσι η στάση τους να μην μοιάζει να σχετίζεται άμεσα με κάτι που συνέβη αλλά να είναι ο απόηχος του συμβάντος που φαίνεται να τον πυροδότησε.

Οι αφορμές μπορεί να είναι πολλές,  εξίσου όμως πολλές μπορεί να είναι και οι πιθανές αιτίες. Θυμός ως αποτέλεσμα της ζήλιας που νιώθει για το αδερφάκι (μικρότερο ή μεγαλύτερο), ως παράπονο όταν αισθάνεται ότι έχει προσβληθεί/ παραμεληθεί, ως φόβος για απόρριψη, ως αίτημα για αλληλεπίδραση καθώς έχει μάθει ότι μέσα από τη σύγκρουση κερδίζει την επαφή, ως διεκδίκηση όταν θεωρεί ότι μόνο όταν θυμώνει μπορεί να εισακουστεί, ως χειρισμός όταν αντιλαμβάνεται τον κανόνα των ενηλίκων σαν παιχνίδι δύναμης οπότε και προσπαθεί να τον κάμψει, αντιστεκόμενο στην οδηγία και αντιπαραβάλλοντας το πείσμα του σαν απάντηση στην εξουσία του γονιού. Είναι κάποια μόνο από τα ενδεικτικά παραδείγματα.

Κι αν μοιάζει σύνθετο το «γιατί» της συμπεριφοράς, εξίσου σύνθετος είναι συχνά και ο τρόπος που τα παιδιά επιλέγουν να εκφράσουν το θυμό τους. Είναι συνήθεις οι περιπτώσεις όπου το αρνητικό συναίσθημα  δεν εκφράζεται ανοιχτά και με ηχηρό τρόπο (κλάματα-φωνές), αλλά «σιωπηρά». Είμαστε τότε αντιμέτωποι με ένα παιδί που μοιάζει αδιάφορο, αποσυρμένο, που μας αγνοεί όταν του μιλάμε, ή καταφέρνει να μας πείσει για το πόσο δεν το νοιάζουν οι πράξεις ή η προτάσεις μας.

Την ίδια στιγμή, η πιεστική κατάσταση με την οποία είμαστε αντιμέτωποι, επιφορτίζεται ακόμη περισσότερο από τα δικά μας συναισθήματα. Είναι αναμενόμενο η όποια έντονη αντίδραση του παιδιού να έχει άμεσο αντίκτυπο σε μας. Μας αναστατώνει και μας στενοχωρεί, μας δυσκολεύει ενίοτε σε πρακτικό επίπεδο, αλλά συγχρόνως ακουμπά σε αγωνίες σχετικά με το πόσο καλοί και ικανοί είμαστε στη σχέση μας μαζί του, πόσο αποτελεσματικοί είμαστε στο να το ηρεμήσουμε, πόσο αποδεκτοί στο ρόλο μας ως γονείς. Κάθε διαμαρτυρία του παιδιού, κάθε ξέσπασμα, ειδικά όταν είναι επαναλαμβανόμενο ή συμβαίνει  «δημόσια»,  είναι μια αφορμή για  «αυτό» αλλά και «έτερο» -αμφισβήτηση (η παρουσία των «τρίτων» έρχεται συνήθως να επικυρώσει τις αυστηρές κρίσεις προς τον εαυτό μας).

Ο γονιός επομένως καλείται να χειριστεί την κατάσταση πολύπλευρα – να διατηρήσει την ψυχραιμία του την ώρα του «συμβάντος» ώστε να ξεπεραστεί η κρίση, για να περάσει έπειτα στη σύνδεση της συμπεριφορά του παιδιού με το συμβάν που το προκάλεσε- την αφορμή αλλά κυρίως την αιτία. Παράλληλα είναι σημαντικό να είναι σε επαφή και με τα δικά του συναισθήματα, ώστε να μην αρκεσθεί στην επιθυμία για άμεση λύση, αγνοώντας τον κίνδυνο να ξαναβρίσκει τον εαυτό του συχνά στο ίδιο σημείο στη σχέση του με το με παιδί. Στόχος, να αρχίσει να ξεμπλέκει μαζί με το παιδί την άκρη του νήματος, βοηθώντας το να κατανοήσει τι αφορά ο θυμός του, ώστε το συναίσθημα που βιώνει να αποκτήσει νόημα, να αποδυναμωθεί και να γίνει πιο αντέξιμο.

Φώνη Τζιτζιμίκα, Ψυχολόγος-Παιδοψυχολόγος, MΑ

Λογοθεραπεία Ταξιδιάρικες Ασκήσεις

Οι διαδρομές με το αυτοκίνητο συνήθως αποτελούν μια βαρετή διαδικασία στην καθημερινότητα των παιδιών πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μετακινήσεις που απαιτούν αρκετή ώρα μέσα στο αυτοκίνητο πχ όταν πηγαίνουμε ένα ταξίδι. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να διασκεδάσετε με το παιδί σας ενισχύοντας την φαντασία, την μνήμη και την προσοχή του.

  • Μάντεψε….

Ζητάμε από το παιδί να μαντεύει πράγματα που αφορούν τον δρόμο ή την διαδρομή π.χ. «Πόσο γρήγορα τρέχουμε;», «Στην επόμενη στροφή θα στρίψουμε δεξιά ή αριστερά;» «Σε τι χρώμα θα πετύχουμε το επόμενο φανάρι που θα συναντήσουμε;»

Επίσης μπορούμε να παίξουμε διάφορα παιχνίδια κατηγοριών όπως «Ποιος ή τι είμαι». Διαλέγουμε μια κατηγορία π.χ. ζώα και το παιδί μας κάνει ερωτήσεις, εμείς μπορούμε να απαντάμε μόνο με ναι ή όχι.

  • Ας φτιάξουμε μια μεγάλη «αλυσίδα»

Ένας από εσάς λέει μια λέξη, για παράδειγμα «καμήλα». Ο επόμενος λέει μια λέξη που σχετίζεται με την πρώτη, για παράδειγμα «έρημος» κτλ.

  • Το σεντούκι της γιαγιάς μου

Ξεκινάτε λέγοντας «το σεντούκι της γιαγιάς μου έχει π.χ. ένα μολύβι». Ο επόμενος συνεχίζει «το σεντούκι της γιαγιάς μου έχει  ένα μολύβι και ένα κλουβί». Προσθέτει ο καθένας από μία λέξη αφού πρώτα πει αυτά που έχουν πει η προηγούμενοι.

 

Γλωσσικά παιχνίδια εντοπισμού

  • «Εγώ βλέπω». Χρησιμοποιήστε χρώματα αντί για γράμματα. Επιλέξτε ένα χρώμα. Ο πρώτος από εσάς που θα εντοπίσει ένα αμάξι με αυτό το χρώμα επιλέγει το επόμενο χρώμα.
  • Τι ζώο θα είναι το επόμενο που θα δούμε;
  • Φωνάξτε «τικ-τικ» όταν δείτε ταχυδρομικό κουτί και «ντριν-ντριν» όταν δείτε τηλεφωνικό θάλαμο/φανάρι. Ο πρώτος από εσάς που θα εντοπίσει οποιοδήποτε από τα δύο νικάει.
  • Σταυρώστε τα δάκτυλά σας αν δείτε κάτι που έχετε ορίσει ως στόχο εκ των προτέρων: π.χ. ασθενοφόρο ή αντλία της πυροσβεστικής.

Ας φτιάξουμε μια ιστορία

Ένας από εσάς ξεκινάει να λέει μια ιστορία. Οι άλλοι εναλλάξ πρέπει να προσθέσουν από ένα κομμάτι σε αυτή την ιστορία.

 

Προτείνει η Άρτεμις Σπυροπούλου, Λογοθεραπεύτρια

Στοματοπροσωπικές Ασκήσεις

Η στοματο-κινητική (στοματο-προσωπική) θεραπεία εφαρμόζεται με στόχο την ενίσχυση των δεξιοτήτων του στόματος, απαραίτητων για την σωστή ανάπτυξη της ομιλίας και της σίτισης. Οι δεξιότητες του στόματος περιλαμβάνουν την ενδυνάμωση, την κινητικότητα και τον συντονισμό των χειλιών, των μάγουλων, της γλώσσας και της γνάθου. Αποτελούν μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας σε περιπτώσεις αρθρωτικών διαταραχών, δυσαρθρίας, στοματικής αναπνοής και διαταραχών ομιλίας μετά από κάποια νευρολογική πάθηση ή κάκωση γενικά.

Οι παρακάτω ασκήσεις είναι απλές και εφαρμόσιμες στην καθημερινότητα. Σημειώστε ότι δεν αντικαθιστούν την θεραπευτική διαδικασία και αποτελούν απλώς ένα βοήθημα, ένα εργαλείο για ευκολότερη υπενθύμιση στο σπίτι. Επίσης δεν αποκαθιστούν πιθανές δυσκολίες στην άρθρωση.

Χείλη

Οι ασκήσεις που ακολουθούν βοηθούν το παιδί να αποκτήσει μεγαλύτερη επίγνωση των κινήσεων στα χείλη και να βελτιώσει τον συντονισμό τους. Ζητάμε από το παιδί:

Να σουφρώσει τα χείλη (σαν να στέλνει φιλί).

Να χαμογελάσει με κλειστό το στόμα.

Να κάνει φούσκες με σαπούνι.

Να φυσήξει βαμβάκι στην επιφάνεια του τραπεζιού.

Να σβήσει ένα μικρό κεράκι.

Να σβήσει ένα κερί φυσώντας μέσα από ένα καλαμάκι.

Να κινήσει ένα λεπτό χαρτί (χαρτί υγείας κτλ.) φυσώντας μέσα από ένα καλαμάκι.

Να κινήσει ένα μπαλάκι από χαρτί ( μικρό)  φυσώντας μέσα από ένα καλαμάκι.

Να κρατήσει ένα μολύβι ανάμεσα στο πάνω χείλος και τη μύτη του.

 

Γλώσσα

Οι ασκήσεις που ακολουθούν βοηθούν στον έλεγχο της κίνησης και τον συντονισμό της γλώσσας.

Ζητάμε από το παιδί να βγάλει την γλώσσα έξω και να προσπαθήσει να ακουμπήσει την μύτη του και μετά το πιγούνι του. Προσέχουμε το στόμα να μείνει ανοιχτό.

Να κινήσει γρήγορα τη γλώσσα του από το ένα άκρο του στόματος στο άλλο και χωρίς να αγγίζει το πάνω ή το κάτω χείλος.

Ζητήστε από το παιδί να βγάλει έξω τη γλώσσα του. Τοποθετήστε τρούφα πάνω στη γλώσσα του και ενθαρρύνετε το παιδί να την κρατήσει έξω από το στόμα μέχρι να λιώσει η τρούφα.

Ζητήστε από το παιδί να κλείσει τα μάτια του. Τοποθετήστε στο στόμα του ένα μπισκότο τριγωνικού σχήματος και πείτε στο παιδί να αναγνωρίσει το σχήμα.

 

Άρτεμις Σπυροπούλου, Λογοθεραπεύτρια

Η Δυσλεξία στους Eνήλικες

Καθώς τα παλαιότερα χρόνια η δυσλεξία συχνά δεν αναγνωριζόταν έγκαιρα σε ένα παιδί, αρκετοί δυσλεξικοί συνειδητοποιούν πια ως ενήλικες ότι παρουσιάζουν δυσλεξική συμπτωματολογία.

Οι ενήλικες αυτοί συχνά περιγράφουν τη σχολική τους εμπειρία με προτάσεις όπως: «Δυσκολευόμουν πολύ στο σχολείο», «δεν καταλάβαινα αυτό που διάβαζα», «ξεχνούσα αμέσως αυτό που είχα μόλις μάθει/διαβάσει», «οι γονείς/δάσκαλοί μου με θεωρούσαν τεμπέλη/πίστευαν ότι έχω τον νου μου στο ποδόσφαιρο» κ.τ.ό..

Ένα μεγάλο ποσοστό από τους ενηλίκους αυτούς οδηγούνται στην αναγνώριση τέτοιων συμπτωμάτων στον εαυτό τους, αφού έχουν πλέον γίνει γονείς. Πολλές φορές δηλαδή παρατηρούν και αναγνωρίζουν στα παιδιά τους παρόμοιες δυσκολίες ή πληροφορούνται από έναν ειδικό ότι το παιδί τους εμφανίζει δυσκολίες μάθησης. «Κάτι παρόμοιο πρέπει να είχα κι εγώ», ακούμε να λεν συχνά. Άλλες φορές αναφέρουν: «Κι εγώ έτσι δυσκολευόμουν στην ανάγνωση/στην έκθεση/στα μαθηματικά. Σε εμένα έχει μοιάσει ο μικρός/η μικρή».

Οι ενήλικες που αντιμετώπιζαν δυσκολίες στη μάθηση/δυσλεξία περιγράφουν συχνά τα σχολικά τους χρόνια με πολύ μελανά χρώματα. Πολλοί αναφέρουν ότι οι δάσκαλοι ή και οι γονείς τους τούς μάλωναν συνέχεια, επειδή δεν «τα κατάφερναν στα μαθήματα». Πολλοί «έμπαιναν συνέχεια τιμωρία» ή, ακόμη, «έτρωγαν ξύλο» «επειδή δεν καταλάβαιναν τα μαθηματικά» ή «επειδή δεν έπαιρναν τα γράμματα». Όπως είναι ευνόητο, ένιωθαν ότι τους συνέβαινε κάτι πολύ άδικο, καθώς πράγματι δεν ήταν οι ίδιοι σε θέση να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Έτσι, βιώματα αποτυχίας και ματαίωσης περιγράφονται συχνά από τους ανθρώπους αυτούς: «Θα έμπαινα στο Πολυτεχνείο, αλλά δεν ήμουν καλός μαθητής», «Αγγλικά;;; Ποτέ μου δεν την κατάλαβα αυτή τη γλώσσα!». Στα ακόμη παλαιότερα χρόνια, οι περιπτώσεις εγκατάλειψης της σχολικής φοίτησης ήταν πολλές. «Δεν έπαιρνε τα γράμματα, γι’ αυτό άρχισε από μικρός να δουλεύει στα χωράφια», ακούμε πολλές φορές να λέει ο παππούς ή η γιαγιά μας.

Η σύγκριση με τα αδέλφια και τους συμμαθητές τους ενίσχυε την ήδη χαμηλή αυτοεκτίμησή τους, η οποία πήγαζε από τη διαπίστωση ότι «δεν τα κατάφερναν». Είναι αυτονόητο ότι, κατά κανόνα, όσο μεγαλύτερη ήταν η δυσκολία που αντιμετώπιζαν, τόσο χαμηλότερο ήταν το αυτοσυναίσθημά τους. Ωστόσο, μαθητές οι οποίοι είχαν καλές επιδόσεις σε κάποιο άλλο τομέα (π.χ. στον αθλητισμό ή στα Καλλιτεχνικά) ή διέθεταν άλλου είδους χαρίσματα (π.χ. κοινωνικότητα, χιούμορ, ηγετικό χαρακτήρα) κατάφερναν πολλές φορές να αντισταθμίζουν – τουλάχιστον σε ένα βαθμό – τις δυσκολίες τους στη μάθηση («Δεν ασχολιόμουν πολύ με τους καθηγητές και τους βαθμούς. Εγώ να φτιάχνω πράγματα με τα χέρια μου ήθελα. Στη Γ΄ Γυμνασίου ξεκίνησα να φτιάχνω ένα μεγάλο κολλάζ…», «Σχολείο;;; Εμείς όλο κοπάνες κάναμε! Θυμάμαι κάποτε…»).

Χάρη στην ανάπτυξη και την εμπειρία, τα άτομα με δυσλεξία αναπτύσσουν σταδιακά αντισταθμιστικές στρατηγικές, που τους επιτρέπουν να έχουν καλύτερη επίδοση σε δραστηριότητες οι οποίες θα τους δυσκόλευαν πολύ περισσότερο στο παρελθόν.

Έτσι, ως ενήλικες, συχνά παραπονιούνται ότι:

• Κουράζονται όταν διαβάζουν ένα κείμενο

• Ξεχνούν εύκολα κάτι που έχουν μόλις ακούσει ή διαβάσει

• Δυσκολεύονται να μάθουν νέες λέξεις και να τις χρησιμοποιούν στον λόγο τους

• Δυσκολεύονται να κατανοήσουν το νόημα σύνθετων λέξεων

• Δυσκολεύονται να κατανοήσουν συντακτικά σύνθετες προτάσεις (σε προφορικό και γραπτό λόγο) («Συχνά δεν καταλαβαίνω αυτό που μού λεν οι άλλοι.»)

• Δυσκολεύονται στην εκτίμηση της επικοινωνιακής πρόθεσης του άλλου («Συχνά παρεξηγώ αυτό που μου λεν.»)

• Δυσκολεύονται στην αποστήθιση

• Δυσκολεύονται στον προσανατολισμό

• Δυσκολεύονται όταν πρέπει να κάνουν νοερά μαθηματικούς υπολογισμούς – πολλές φορές μάλιστα ξεχνούν τα προηγούμενα βήματα που έκαναν για να βρουν το αποτέλεσμα μιας πράξης.

 

Χάρη στην επίδραση της ανάπτυξης και της εμπειρίας, οι ενήλικοι με δυσκολία στη συγκέντρωση παρουσιάζουν επίσης βελτίωση, συγκρινόμενοι με τον εαυτό τους σε μικρή ηλικία. Ωστόσο συχνά αναφέρουν ότι:

• Κουράζονται όταν καλούνται να ασχοληθούν με δραστηριότητες που απαιτούν πνευματική ένταση (ανάγνωση βιβλίου, παρακολούθηση ταινίας κ.λπ.)

• Δεν έχουν αίσθηση του χρόνου. Πράγματι, πολλές φορές δυσκολεύονται στη διαχείριση του χρόνου: Μπορεί να καθυστερούν σε ραντεβού, να ετοιμάζονται την τελευταία στιγμή ή υπερβολικά νωρίς, ή να νιώθουν ότι δε θα προλάβουν να ολοκληρώσουν κάτι, ενώ στην πραγματικότητα έχουν αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους.

• Δυσκολεύονται γενικά να οργανώσουν τις δραστηριότητές τους σε επιμέρους βήματα, που το ένα πρέπει να διαδέχεται το άλλο.

 

Στην επικοινωνία μας μαζί τους, μπορεί επιπλέον να παρατηρήσουμε ότι δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τα λεγόμενά μας ύστερα από σύντομο χρονικό διάστημα (μικρή διάρκεια προσοχής).

Μερικοί ενήλικες που ήταν υπερκινητικοί ως παιδιά μπορεί να αναφέρουν ότι κατά την παιδική τους ηλικία πάθαιναν συχνά ατυχήματα και τραυματίζονταν συχνά. Κάποιοι από αυτούς μπορεί ακόμη να βιώνουν ένα αίσθημα κινητικής ανησυχίας ή «νευρικότητας».

Οι ψυχοσυναισθηματικές δυσκολίες που έχουν βιώσει οι άνθρωποι αυτοί κατά την παιδική τους ηλικία συχνά τους ακολουθούν και στην ενήλικη ζωή. Πολλοί από αυτούς εξακολουθούν να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση. Παρουσιάζουν σε μεγάλο ποσοστό άγχος, ανασφάλεια για τις επιδόσεις τους, τάσεις απόσυρσης («κλείσιμο» στον εαυτό), θλίψη, αλλά και θυμό ή οργή όταν αισθάνονται ότι θίγονται από τη συμπεριφορά και τα λόγια των άλλων. Συχνά νιώθουν άτυχοι και αδικημένοι από τη ζωή («Γιατί να έχω το πρόβλημα αυτό? Αν δεν είχα τη δυσκολία, θα είχα…»), ενώ αισθάνονται ότι δεν είναι σε θέση οι ίδιοι να ελέγξουν και να βελτιώσουν τα όσα τους συμβαίνουν. Πολλοί εξακολουθούν να νιώθουν ότι μειονεκτούν συγκρινόμενοι με τα αδέλφια τους, που υπήρξαν καλύτεροι μαθητές (και που ενδεχομένως είχαν καλύτερη ακαδημαϊκή και επαγγελματική εξέλιξη).

Αρκετοί αποφεύγουν την έντονη κοινωνική ζωή. Επιλέγουν να έχουν λίγες συναναστροφές, είτε επειδή φοβούνται την επανάληψη της εμπειρίας της απόρριψης που βίωναν ως παιδιά είτε επειδή νιώθουν ότι μειονεκτούν και αποφεύγουν τη σύγκριση με τους γύρω τους («Είναι όλοι πετυχημένοι, εκτός από μένα»). Ακόμη, μπορεί να φοβούνται ότι θα εκτεθούν και ότι θα φανερωθεί η δυσκολία τους.

Τέλος, κάποιοι αναπτύσσουν στρατηγικές που, αν και έχουν ως στόχο το αντιστάθμισμα για τις δυσκολίες τους, στην πραγματικότητα δημιουργούν περισσότερα προβλήματα. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να ασχολείται υπερβολικά με την εξωτερική εμφάνιση και το ντύσιμό του. Όταν ωστόσο η ενασχόληση αυτή καταλαμβάνει υπερβολικά μεγάλο μέρος της καθημερινότητας και της σκέψης του και όταν οι επιδόσεις του στον τομέα αυτό επιδεικνύονται συνεχώς, πιθανόν να υποκρύπτεται ανασφάλεια και κάποιο έλλειμμα που το άτομο προσπαθεί να «κρύψει» όχι μόνο από τους άλλους, αλλά κυρίως από τον ίδιο του τον εαυτό.

Γίνεται φανερό από τα παραπάνω ότι οι ενήλικες με δυσκολίες μάθησης και/ή συγκέντρωσης ερμηνεύουν συχνά τις καταστάσεις και τα γεγονότα με λάθος τρόπο. Έτσι, μπορεί να κάνουν εσφαλμένες υποθέσεις σε σχέση με αυτά που σκέφτονται οι άλλοι για εκείνους («Θα σκεφτούν ότι είμαι αποτυχημένος!»), να διατυπώνουν απόλυτες κρίσεις («Δεν έχω καταφέρει τίποτα στη ζωή μου», «Τα κάνω όλα λάθος»), να απαξιώνουν τα όσα πετυχαίνουν («Τα καταφέρνω με τις κατασκευές. Και τι μ’ αυτό?»), να κάνουν δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον («Θα περάσω απαίσια στη συγκέντρωση των παλιών συμμαθητών. Όλοι θα με κοιτούν περιφρονητικά») κ.ά..

Είναι επομένως σαφές ότι:

➢ Οι ενήλικες με δυσκολίες στη μάθηση και τη συγκέντρωση της προσοχής παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ψυχοσυναισθηματικών προβλημάτων, όπως είναι το άγχος, η κατάθλιψη, οι εκρήξεις θυμού κ.ά., και

➢ Είναι απαραίτητο ο ενήλικας να συνειδητοποιήσει πρώτα το πρόβλημα που τον ταλαιπωρεί, προκειμένου να είναι σε θέση να το αντιμετωπίσει με τον κατάλληλο τρόπο.

Για τους λόγους αυτούς είναι ιδιαίτερα σημαντικό οι ενήλικες με ανάλογες δυσκολίες να αναζητούν τη στήριξη ψυχολόγου για τη βελτίωση της ψυχικής τους διάθεσης και της στάσης τους απέναντι στη ζωή γενικότερα. Η παράλληλη συνεργασία τους με ειδικό παιδαγωγό μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση των μαθησιακών τους δεξιοτήτων.

Βαλίνα Ζάχου, Ειδική Παιδαγωγός MSc